[su_note note_color=”#f39c12″][su_button url=”https://termcoord.eu/wp-content/uploads/2020/03/IATE-Koreakrise-Korea-Crisis-by-Ionian-University.xlsx” style=”flat”]Download[/su_button] Get a more detailed table in Excel format. [/su_note]
Language | Term | Definition |
---|---|---|
DE | nukleare Abschreckung | Militär. Konzept: Drohung mit dem Besitz u. Einsatz von Atomwaffen im Falle eines Angriffs. |
EL | πυρηνική αποτροπή | Στρατιωτική στρατηγική βάσει της οποίας μια δύναμη διατηρεί ένα σύστημα πυρηνικών όπλων που εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο στιγμιαίας και συντριπτικής καταστροφικής ικανότητας για να αποτρέψει μια επίθεση από αντίπαλη δύναμη. |
DE | Atombrennstab | Von einer stabförmigen Hülse umgebener Kernbrennstoff, der in den Kernreaktor eingebracht wird. |
EL | ράβδος ατομικών καυσίμων | Σε έναν τυπικό πυρηνικό αντιδραστήρα για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ο πυρήνας του αντιδραστήρα αποτελείται από 80 με 100 τόνους ουρανίου σε παραπάνω από 30.000 ράβδους καυσίμων. Οι ράβδοι καυσίμων αποδίδουν τη θερμότητα που παράγουν στο νερό, σε μια σειρά ατμοπαραγωγών. |
DE | Atomwaffentest | Atomwaffentest oder Nuklearwaffentest ist die Zündung eines nuklearen Sprengsatzes zu Testzwecken, vor allem zur Messung und Dokumentation von Stärke und Auswirkungen einer Kernwaffenexplosion. |
EL | δοκιμή πυρηνικών όπλων | Ως δοκιμή, ή δοκιμές πυρηνικών όπλων χαρακτηρίζονται γενικά οι πυρηνικές δοκιμές που διεξάγονται πειραματικά για τον προσδιορισμό της αποτελεσματικότητας, της απόδοσης, και την εκρηκτική ικανότητα των πυρηνικών όπλων. |
DE | demilitarisierte Zone | Die demilitarisierte Zone (DMZ) ist eine entmilitarisierte Zone. Sie teilt die Koreanische Halbinsel de facto in Nord- und Südkorea auf. |
EL | αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη | Μια αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη είναι μια ζώνη πολέμου στην οποία απαγορεύεται η τοποθέτηση στρατού. Η αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη της Κορέας διαχωρίζει τη Βόρεια Κορέα από τη Νότια Κορέα. |
DE | Kontosperrung | Eine Kontosperre muss dann von einer Bank eingerichtet werden, wenn ein Gläubiger des Kontoinhabers einen vollstreckbaren Titel inne hat. Dann ist es dem Inhaber des Kontos nicht erlaubt, über Guthaben zu verfügen, bis die offene Schuld beglichen worden ist. |
EL | δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού | Η δέσμευση του τραπεζικού λογαριασμού ακολουθείται συνήθως από την τράπεζα μετά την μην δυνατή κατάθεση των οφειλών του πολίτη, έτσι ώστε η ίδια να εξασφαλίσει το οφειλόμενο ποσό. |
DE | Miniaturisierung | Verkleinerung von Bauteilen unter Beibehaltung des vollen Funktionsumfangs. |
EL | σμίκρυνση | Η μείωση του μεγέθους. |
DE | Nichtangriffspakt | Ein Nichtangriffspakt ist ein völkerrechtlicher Vertrag zwischen zwei oder mehreren Staaten, die sich verpflichten, in Friedenszeiten ihre Streitigkeiten ohne die Anwendung von Waffengewalt auszutragen. |
EL | Σύμφωνο μη επιθετικής πολιτικής | Το σύμφωνο μη επιθετικής πολιτικής είναι μια διεθνής συνθήκη μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών που αναλαμβάνουν να διευθετήσουν τις διαμάχες τους σε χρόνο ειρήνης χωρίς τη χρήση όπλων. |
DE | Nukleardoktrin | Nuklearer politischer Grundsatz, politisches Programm. |
EL | πυρηνικό δόγμα | Η θεμελιώδης καταστατική αρχή σχετικά με τα πυρηνικά όπλα. |
DE | oberster Herrscher | Jemand, der herrscht ,der die Macht innehat; Machthaber, Regent. |
EL | ανώτατος άρχοντας | Αυτός που κατέχει την ανώτατη εξουσία. |
DE | Sanktionsrecht | Teil, Klausel eines Gesetzes o. Ä., worin die Rechtsfolgen eines Verstoßes, die gegebenenfalls zu verhängende Strafe festgelegt sind. |
EL | δίκαιο των ποινικών κυρώσεων | Δίκαιο,το οποίο περιλαμβάνει τις ποινικές κυρώσεις που υφίσταται κάποιος σε περίπτωση παραβίασης της νομοθετικής αρχής. |
DE | US-Patrouillenflüge | Zur Erkundung, Kontrolle unternommener Flug. |
EL | πτήσεις περιπολίας των Ηνωμένων Πολιτειών | Το περιπολικό αεροσκάφος είναι όχημα το οποίο έχει τη δυνατότητα να ίπταται και εκτελεί περιπολία. |
DE | Verhandlungsmasse | Etwas, worüber beim Verhandeln (1a) verfügt werden kann; Sachverhalt, der beim Aushandeln einer Angelegenheit mit zur Disposition steht und genutzt wird, um ein bestimmtes Ziel zu erreichen. |
EL | διαπραγματευτικό όπλο | Προσπάθεια δύο ή περισσότερων μερών να καταλήξουν σε μια συμφωνία/ επιλύσουν μια διαφορά. |
DE | Waffenlieferung | Lieferung von Waffen, besonders Kriegswaffen. |
EL | προμήθεια όπλων | Ο εφοδιασμός όπλων,συνήθως από τη μία χώρα σε μια άλλη με σκοπό την άμυνα της χώρας που επιθυμεί να ανεφοδιαστεί με όπλα. |
DE | Wasserstoffbombe | Bombe, deren Sprengkraft hauptsächlich auf der Fusion der Atomkerne von Deuterium und Tritium beruht. |
EL | βόμβα υδρογόνου | Η βόμβα υδρογόνου είναι ένα σύγχρονο θερμοπυρηνικό όπλο που η λειτουργία του βασίζεται στη σύντηξη πυρήνων βαρέων ισοτόπων του υδρογόνου (δευτερίου και τριτίου) σε πυρήνες ηλίου. Κατά τη σύντηξη αυτή παράγεται τεράστια ποσότητα ενέργειας που συνοδεύεται από μεγάλο θερμικό κύμα, ωστικό κύμα και ραδιενεργό ακτινοβολία. |