[su_note note_color=”#f39c12″][su_button url=”https://termcoord.eu/wp-content/uploads/2020/03/IATE-Terrorismus-Terrorism-by-Ionian-University.xlsx” style=”flat”]Download[/su_button] Get a more detailed table in Excel format. [/su_note]
Language | Term | Definition | |||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
DE | Anarchist | Anarchistinnen und Anarchisten begreifen den Menschen als ein soziales Wesen, das in der Lage ist, sein Leben zwar gemeinschaftlich, vor allem aber selbstverantwortlich gegenüber sich und seiner Umwelt zu organisieren. Anarchistinnen und Anarchisten lehnen seit jeher jeden Staat und Stellvertreter/innenpolitik in jeglicher Form ab wie z. B. Alleinherrscher oder Herrschaftscliquen, Funktionärstum und Parteien. | |||||
EL | αναρχικός | Ο αναρχικόις υποστηρίζει την αναρχία ως πολιτική ιδεολογία και κοινωνικό σύστημα και δεν περιορίζεται από τις καθιερωμένες αρχές | |||||
DE | Anarchie | a) Gesellschaftlicher Zustand, in dem eine minimale Gewaltausübung durch Institutionen und maximale Selbstverantwortung des Einzelnen vorherrscht. b) Zustand der Gesetzlosigkeit (c) Chaos in rechtlicher, politischer, wirtschaftlicher, gesellschaftlicher Hinsicht_x000D_. | |||||
EL | αναρχία, αναρχισμός | O Αναρχισμός είναι ένα ιδεολογικό, πολιτικό και κοινωνικό κίνημα. Ετυμολογικά προέρχεται από την ελληνική λέξη αρχή= εξουσία και το στερητικό α. Ως ιδεολογία στοχεύει στην χειραφέτηση των αρχώμενων και την κατάργηση των αρχούντων. Ως αιτίο αυτής της ιδέας, ο Αναρχισμός του 20ου αιώνα θεωρεί ότι το κράτος αποτελεί τη σύγχρονη μορφή αρχούμενης εξουσίας, καθώς και τα πολιτικά κόμματα. Αρνείται τη μεταβατική περίοδο της Δικτατορίας του Προλεταριάτου, που προτείνουν οι Κομμουνιστές για το πέρασμα στην αταξική κοινωνία. Επίσης, προωθεί την αυτοδιαχείριση και εστιάζει στην προσωπική ευθύνη που έχει το άτομο για τις πράξεις του απέναντι στον εαυτό του και το κοινωνικό σύνολο, του οποίου είναι μέλος. | |||||
DE | Anthrax-Angriff, Anthrax-Anschlag | Anschäge mit Milzbrand (Anthrax). | |||||
EL | επίθεση με βάκιλλο του άνθρακα, επίθεση με άνθρακα | Επιθέσεις με χρήση άνθρακα. | |||||
DE | Antiamerikanismus | Ablehnende Haltung gegenüber Gesellschaftssystem, Politik und Lebensstil der USA. | |||||
EL | αντιαμερικανισμός | Aρνητική στάση απέναντι στο κοινωνικό σύστημα, την πολιτική και τον τρόπο ζωής των ΗΠΑ_x000D_. | |||||
DE | Anti-Terror-Datei | Die Anti-Terror-Datei (ATD) ist eine gemeinsame Datei des Bundes und der Länder zur Aufklärung und Bekämpfung des internationalen Terrorismus mit Bezug zur Bundesrepublik Deutschland. | |||||
EL | αντιτρομοκρατικό αρχείο | Το αντιτρομοκρατικό αρχείο είναι ένα κοινό αρχείο της Ομοσπονδίας και των Κρατιδίων για τη διαλεύκανση και την Καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας σε σχέση με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. | |||||
DE | Antiterroreinheit | Eingerichtete Gruppe aus Vertretern der Nachrichtendienste und Sicherheitsbehörden, in der die EU-Mitgliedstaaten, die Schweiz und Norwegen vertreten sind. | |||||
EL | Αντιτρομοκρατική Ομάδα(CTG)/ειδική κατασταλτική αντιτρομοκρατική μονάδα(CTG) | Η Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα (ΕΚΑΜ) αποτελεί την επίλεκτη Ειδική Μονάδα της Ελληνικής Αστυνομίας. Η Ε.Κ.Α.Μ. έχει ως αποστολή την αποτελεσματική αντιμετώπιση σοβαρών και εξαιρετικά επικίνδυνων καταστάσεων (όπως τρομοκρατικές ενέργειες). | |||||
DE | Antiterrorgesetz/ Antiterrorismusgesetz | Gesetz zur Bekämpfung des Terrorismus, besonders zur Verhinderung von Anschlägen. _x000D_ | |||||
EL | αντιτρομοκρατική νομοθεσία | Νομοθεσία ενάντια στη τρομοκρατία. | |||||
EL | αντιτρομοκρατικός νόμος | Νόμος ενάντια στη τρομοκρατία. | |||||
DE | Antiterrorismuspolitik | Maßnahmen/Strategien u.ä., die dazu dienen, terroristische Aktionen im Vorfeld zu erkennen, zu verhindern und terroristische Vereinigungen oder Einzeltäter zu bekämpfen. | |||||
EL | αντιτρομοκρατική πολιτική | Μέτρα / στρατηγικές κ. λπ., για τον εντοπισμό, την πρόληψη και την καταπολέμηση τρομοκρατικών ενεργειών εκ των προτέρων και για την καταπολέμηση τρομοκρατικών ομάδων ή μεμονωμένων παραβατών. | |||||
DE | Αntiterrorismusstrategie | Strategie der EU mit den 4 Zielen Prävention (von Radikalisierung und Anwerbung für den Terrorismus), Schutz der Gesellschaft, Verfolgung von Terroristen u. Reaktion (nach Anschlägen | |||||
EL | αντιτρομοκρατική στρατηγική | Στρατηγική της ΕΕ με τους 4 στόχους της πρόληψης( από τη ριζοσπαστικοποίηση και την στρατολόγηση έως την τρομοκρατία), της προστασίας της κοινωνίας, της Δίωξης τρομοκρατών και της αντιμετώπισης επιθέσεων | |||||
DE | Antiterror-Kampf | Maßnahmen/Strategien u.ä., die dazu dienen, terroristische Aktionen im Vorfeld zu erkennen, zu verhindern und terroristische Vereinigungen oder Einzeltäter zu bekämpfen | |||||
EL | αντιτρομοκρατικός αγώνας | Μέτρα / στρατηγικές κ. λπ., για τον εντοπισμό, την πρόληψη και την καταπολέμηση τρομοκρατικών ενεργειών εκ των προτέρων και για την καταπολέμηση τρομοκρατικών ομάδων ή μεμονωμένων παραβατών. | |||||
DE | asymmetrische Bedrohung | Angriff auf einen Feind in einer Weise, die ihn unvorbereitet auf eine verwundbare Stelle trifft. | |||||
EL | ασύμμετρη απειλή | Το να επιτίθεσαι σε έναν εχθρό με τρόπο που τον πιάνει απροετοίμαστο, όπου είναι ευάλωτος. | |||||
DE | asymmetrische Kriegsführung | Jeder Krieg zwischen Kriegsparteien, deren relative Stärke stark variiert. | |||||
EL | ασύμμετρος πόλεμος | Κάθε πόλεμος μεταξύ εμπολέμων των οποίων η σχετική ισχύς διαφέρει σημαντικά. | |||||
DE | atomarer Terrorismus | Extreme Form der Gewaltanwendung bei welcher terroristische Organisationen außerhalb der staatlichen Kontrolle in den Besitz von nuklearen Materialien und allenfalls nuklearen Sprengvorrichtungen gelangen und diese für Erpressung, Sabotage oder irgendwelche Destabilisierungs- und Vernichtungszwecke benützen. Die Sabotage oder der Angriff auf eine Kernanlage mit dem Ziel, Radioaktivität in die Umwelt zu verbreiten, stellt eine weitere Form des Nuklearterrorismus dar. | |||||
EL | πυρηνική τρομοκρατία | ||||||
DE | Aufklärungsdrone | Eine Aufklärungsdrone ist ein unbemanntes Luftfahrzeug für Aufklärung, das entweder von Menschen ferngesteuert oder von einem integrierten oder ausgelagerten Computer gesteuert und damit teil- oder vollautonom wird. | |||||
EL | αναγνωριστικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος | Ένα αεροσκάφος χωρίς πιλότο στο σκάφος, το οποίο είτε ελέγχεται πλήρως εξ αποστάσεως, είτε είναι προγραμματισμένο και πετά αυτόνομα για ανίνευση ή αναγνώριση | |||||
DE | Ausbildungslager | Lager, in dem jemandem Kenntnisse, praktische Fertigkeiten (z. B. für den bewaffneten Kampf) vermittelt werden | |||||
EL | στρατόπεδο εκπαίδευσης | Στρατόπεδο στο οποίο μεταδίδονται σε κάποιον γνώσεις, πρακτικές δεξιότητες (π.χ για ένοπλη μάχη). | |||||
DE | Autobombe | In einem [abgestellten] Auto versteckter Sprengsatz. | |||||
EL | βόμβα αυτοκινήτου | Εκρηκτική ύλη κρυμμένη σε ένα (σταθμευμένο) αυτοκίνητο. | |||||
DE | bewaffnete Gruppierung | ||||||
EL | ένοπλη ομάδα | Ομάδα που έχει τη δυνατότητα χρήσης όπλων κατά την άσκηση βίας για να επιτύχει πολιτικούς, ιδεολογικούς ή οικονομικούς σκοπούς. | |||||
DE | biologischer Angriff | Verwendung von Viren, Bakterien, Pilze, Giftstoffe oder Mikroorganismen, um absichtlich Krankheit oder Tod von Menschen oder Tieren zu verursachen. | |||||
EL | βιολογική επίθεση | Χρήση ιών, βακτηρίων, μυκήτων, τοξικών ουσιών ή μικροοργανισμών, για να προκαλέσει σκόπιμα την ασθένεια ή το θάνατο των ανθρώπων ή των ζώων . | |||||
DE | Feldzug | Der Feldzug ist eine große angelegte, gemeinschaftliche Aktion, Unternehmung, Kampagne dass es für oder gegen jemanden oder etwas ist. | |||||
EL | εκστρατεία | Η εκστρατεία είναι μίας ευρείας κλίμακας από κοινού δράση και εγχείρημα η οποία είναι υπέρ κάποιου ατόμου ή γεγονότος. | |||||
DE | Freiheitskampf | Der Freiheitskampf ist ein Kampf oder ein intensives Bemühen, um Freiheit zu erreichen, meist gegen einen Unterdrücker oder ein System. | |||||
EL | απελευθερωτικός αγώνας | Ο απελευθερωτικός αγώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας αγώνας ή ως μία μέγαλη προσπάθεια για την επίτευξη της ελευθερίας, που είναι εναντίον συνήθως ενός καταπιεστή ή κάποιου συστήματος. | |||||
DE | Fundamentalist(in) | Fundamentalisten sind Verständnis Menschen, die durch Gewalt ihre intoleranten Glaubensüberzeugungen vertreten und verbreiten wollen. Es sind Gläubige, die ihre als Wahrheit vertretene Meinung ohne Liebe und Rücksicht, ohne Dialogbereitschaft und Verstand vertreten, die andere unterdrücken und sie in ein gleichförmiges Denkmuster drängen wollen. | |||||
EL | φονταμενταλιστής/ -ίστρια | Ο φονταμενταλισμός αποτελεί ‘μια συγκεκριμένη ανάγνωση της θρησκείας’, είναι επομένως μια πνευματική κατάσταση εξίσου παλιά όσο και οι ίδιες οι θρησκείες. Για να αναπτυχθεί, πρέπει να υπάρχει ένα σώμα ιερών κειμένων που εκφράζει τον θείο λόγο και στο οποίο μπορεί κάποιος να στηριχθεί. Λόγω των διαφόρων ερμηνειών που σωρεύονται με την πάροδο του χρόνου, είναι μεγάλος ο πειρασμός της ‘επιστροφής στις πηγές της πίστης'. | |||||
DE | Gewaltakt | „Gewaltakte entstehen eher spontan, als dass sie von langer Hand geplant werden.“ | |||||
EL | βιαιοπραγία | Βιαιοπραγία μπορεί να χαρακτηριστεί η εκδήλωση ωμής βίας ή γενικότερα κάθε είδους βίαια συμπεριφορά και πράξη. | |||||
DE | Gotteskrieger | Gotteskrieger ist jemand, der kriegerische, terroristische Handlungen begeht, um religiöse, meist islamistische Ziele zu verfolgen, und seinem Glauben nach dafür im Jenseits belohnt wird. | |||||
EL | πολεμιστής του Θεού/ μαχητής του Θεού | Πολεμιστής του Θεού ονομάζεται κάποιος που διαπράττει θρησκευτικές και τρομοκρατικές ενέργειες, έχοντας ως στόχο θρησκευτικούς και κυρίως ισλαμιστικούς σκοπούς καθώς και να ανταμειφθεί η πίστη του από τον Θεό. | |||||
DE | heiliger Krieg | Auseinandersetzung um die Macht im Staat auf der Grundlage islamistischer Ideologie. | |||||
EL | ιερός πόλεμος/ τζιχάντ | Ιερός πόλεμος είναι ο αγώνας ή μία βίαια εκστρατεία που καθοδηγείται συνήθως από θρήσκους εξτριμιστές και θεωρείται ένας ιερός σκοπός. | |||||
DE | Hyperterrorismus | (not found) | |||||
EL | υπερ-τρομοκρατία/ υπερτρομοκρατία | (not found) | |||||
DE | Informationskriegsführung | Informationskriegsführung ist der aggressive oder defensive Einsatz von Informationen und Informationssystemen zur Verhinderung, Ausbeutung, Zerstörung oder Zerstörung von Brandinformationen, informationsbasierten Prozessen, Informationssystemen und Computernetzwerken unter Schutz der Freundschaften von Informationssystemen. | |||||
EL | πληροφοριακός/πληροφοριοκεντρικός πόλεμος | Ο Πληροφοριοκεντρικός (ή Πληροφοριακός) Πόλεμος έχει ως βασικό πυρήνα τις δραστηριότητες γύρω από την έννοια της «πληροφορίας», μπορεί δε να ενταχθεί σ’ ένα πλαίσιο «Μη Γραμμικού Πολέμου», προκειμένου ένας δρών (Κράτος, Διεθνής Οργανισμός, παραστρατιωτική οργάνωση, πολιτοφυλακή, τρομοκρατική ομάδα κ.α.), να επιβληθεί έναντι του αντιπάλου με τρόπο αιφνίδιο και αποτελεσματικό. Ο Πληροφοριακός Πόλεμος επικεντρώνεται στη συλλογή, αξιολόγηση και διανομή της πληροφορίας, χωρίς να περιλαμβάνει τις περαιτέρω προεκτάσεις του Δικτυοκεντρικού πολέμου (π.χ. διακίνηση δεδομένων από τα κέντρα επιχειρήσεων προς τα μέσα κρούσης). | |||||
DE | Islamismus | Bezeichnet die (meist militante) politische Forderung nach Wiedereinführung der klassischen islamischen Gesetze, der sog. Scharia, in den vorwiegend mit moslemischer Bevölkerung bewohnten Gebieten und Staaten | |||||
EL | ισλαμισμός | Σύμφωνα λοιπόν με τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη ο ισλαμισμός εκτός από τη «θρησκεία του Ισλάμ» είναι και «πολιτικοθρησκευτική ιδεολογία που επιδιώκει την ανατροπή των κοσμικών καθεστώτων και την εγκαθίδρυση ισλαμικής εξουσίας (ριζοσπαστικό ισλάμ)». Εξάλλου το -ισμός είναι ένα «παραγωγικό επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών που δηλώνουν σύστημα ιδεών σχετικών με κάτι: χριστιανισμός, μαρξισμός, αναρχισμός, ισλαμισμός». | |||||
DE | islamistischer Terrorismus | Islamistische Terroristen interpretieren den Koran missbräuchlich und ziehen ihn als Legitimation von Gewalt heran. Beispiele hierfür sind islamistische Terrororganisationen wie al-Qaida oder der Islamische Staat (IS) im Bereich Irak und Syrien. | |||||
EL | ισλαμιστική τρομοκρατία | Η ισλαμιστική τρομοκρατία μπορεί να χαρακτηριστεί ως η κατάχρηση και παραρμήνευση του Κοράνιου, καθώς το χρησιμοποιούν για να νομιμοποίησουν την βία. Παραδείγματα αποτελούν οι ισλαμιστικές τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Αλ Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος (ΙΣ) στην περιοχή του Ιράκ και της Συρίας. | |||||
DE | Kamikaze | Tun, bei dem jemand bewusst ein sehr hohes Risiko in Kauf nimmt. | |||||
EL | καμικάζι | Ο καμικάζι βασισμένος στην πίστη ότι η μετά θάνατον ζωή είναι απείρως ανώτερη από τη σκληρή πραγματικότητα κάνει το σώμα του γέφυρα που συνδέει τα επίγεια με τα επουράνια. Ο καμικάζι στοιχηματίζει τη ζωή των άλλων στους «ανώτερους» σκοπούς του, στοιχηματίζει τη ζωή των άλλων στους «ανώτερους» σκοπούς του. | |||||
DE | Megaterrorismus | Ein strategisch geplanter, medial inszenierter Massenmord. Diese Attacke hat die gegenwärtig größte Gefahr für unsere Sicherheit offenbart: einen "Megaterrorismus", der hinsichtlich des Schadensausmaßes und der Zahl der Opfer keine Grenzen mehr kennt. | |||||
EL | μαζική τρομοκρατία | Η μαζική τρομοκρατία είναι η απόπειρα ενός τρομοκράτη να διαπράξει μαζική δολοφονία με στόχο να περάσει ένα μήνυμα στην κύβερνηση και στο λαό. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, ο τρομοκράτης ασκεί βία, επιτίθεται και συνήθως σκοτώνει μεγάλο αριθμό ατόμων. | |||||
DE | militärische Bedrohung | Als »militärische Bedrohung« gelten »militärische Machtdemonstration im Zuge von Übungen« und die »Intensivierung der Aktivität von Streitkräften einschließlich deren partieller und voller Mobilmachung« | |||||
EL | απειλή στρατιωτικής επέμβασης | Η απειλή στρατιωτικής επέμβασης είναι όταν ένα κράτος ή μία ομάδα απειλεί σκοπίμως ένα άλλο με την παρέμβαση των στρατιωτικών δυνάμεων εξαιτίας μιας ήδης υπάρχουσας διαμάχης μεταξύ τους. | |||||
DE | moderner Terrorismus | Den Beginn des modernen Terrorismus verortet Rapoport bei den Anarchisten im Russland der 1880er Jahre: Ihre Strategie zielte – wie bei späteren linksextremen Gruppierungen, aber auch den Nationalisten auf dem Balkan oder in Indien – auf die Ermordung namhafter Persönlichkeiten aus Politik und Gesellschaft. | |||||
EL | σύγχρονη τρομοκρατία | Η σύγχρονη τρομοκρατία είναι βίαιες πράξεις που τείνουν ολοένα και περισσότερο στο αίσθημα φόβου και ανασφάλειας, τον εκφοβισμό της σταθερότητας τόσο των κυβερνήσεων όσο και των καθεστώτων και εκφράζονται με διάφορες μορφές, όπως μυστικές αδελφότητες ή αυτονομιστικά κινήματα. | |||||
DE | Mörder | Mensch, der mindestens eine Person vorsätzlich getötet und mindestens ein Mordmerkmal verwirklicht hat | |||||
EL | δολοφονος | Αυτός που προκαλεί σε κπ. πολύ μεγάλη βλάβη, συνήθ. θανατηφόρα, με την αδιαφορία του ή σκόπιμα και ύπουλα. | |||||
DE | nationale Befreiungsbewegung | Οrganisierter Widerstand, der meist auf Ablösung einer Kolonialherrschaft zielt , sich gegen ein nationales diktatorisches Regime richtet oder die Loslösung eines Teilgebietes aus einem Gesamtstaat anstrebt. Der Widerstand kann gewaltfrei sein, oder seine Mittel können vom verdeckten Kampf bis zum offenen Befreiungskrieg reichen. | |||||
EL | εθνικoαπελευθερωτικό κίνημα | Η οργανωμένη αντίσταση που συνήθως αποσκοπεί στη διάλυση μιας αποικιοκρατίας, στρέφεται ενάντια σε ένα εθνικά δικτατορικά καθεστώτα ή επιδιώκει την απόσπαση μιας περιοχής από ένα κράτος. Η αντίσταση μπορεί να μην είναι βίαιη ή μπορεί να έχει ως μέσο συγκεκαλυμμένες μαχες ή ακόμα και κρυφούς απελευθερωτικούς αγώνες. | |||||
DE | nationale terroristische Gruppe | Der national begründete Terrorismus identifiziert sich somit mit einer Volksgruppe, wodurch er sehr erfolgreich und zählebig ist. Ihr Zielpublikum ist nicht nur die Bevölkerung des eigenen Landes, sondern die Öffentlichkeit. Darunter fallen Terrorgruppen wie die IRA (Nordirland) und die ETA (Baskenland) in Europa sowie tschetschenische Gruppen im Nordkaukasus. | |||||
EL | εγχώρια τρομοκρατική ομάδα | Ομάδα, η οποία συνδέεται ή εμπνέεται κυρίως από κινήματα που ενστερνίζονται εξτρεμιστικές ιδεολογίες για την πολιτική, τη θρησκεία κ.τ.λ. και εδρεύει εγχώρια. | |||||
DE | Neonazi | Anhänger des Nationalsozialismus, dessen Aktivität nach dem Untergang des dritten Reiches stattfindet. | |||||
EL | νεοναζί | Οπαδός του νεοναζισμού | |||||
DE | Neonazismus | Personenzusammenschlüsse und Aktivitäten, die ein Bekenntnis zur Ideologie des Nationalsozialismus enthalten und auf die Errichtung eines totalitären Führerstaats nach dem Vorbild des "Dritten Reiches" ausgerichtet sind. | |||||
EL | νεοναζισμός | Ιδεολογικοπολιτικό κίνημα που αναπτύχθηκε, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε κράτη της δυτικής Ευρώπης και που προσπαθεί να αναβιώσει το πνεύμα του ναζισμού. | |||||
DE | neonazistisch | Den Neonazismus betreffend,auf ihm beruhend. | |||||
EL | νεοναζιστικός | Σχετικό με το νεοναζισμό ή με τους νεοναζιστές. | |||||
DE | neuer Terrorismus | Neue Erscheinungsform des Terrorismus. Sie differenziert sich vom alten Terrorismus sowohl quantitativ (Anzahl der terroristischen Straftaten und der entsprechenden Gruppen beziehungsweise Gefährder) als auch qualitativ (konsistente Ideologie, verbreitetere Kooperationen, Nutzung neuer Medien, Zusammenarbeit mit kriminellen Organisationen und eine qualitative Steigerung in Taktik und Strategie). | |||||
EL | νέα τρομοκρατία | Νέα μορφή τρομοκρατίας. Ύπάρχει μια αλλαγή στη δομή, στα άτομα που συμμετέχουν και στην αντιμετώπιση που έχουν απέναντι στη βία. | |||||
DE | nicht-konventioneller Terrorismus | Nutzung von nicht-konventionellen Mitteln (biologische-,chemische- und Atomwaffen) in terroristischen Anschlägen. | |||||
EL | μη συμβατική τρομοκρατία | H χρήση μη συμβατικών όπλων (βιολογικών,χημικών και πυρηνικών) σε τρομοκρατικές επιθέσεις. | |||||
DE | Nordallianz | Die Nationale Islamische Vereinigte Front zur Rettung Afghanistans. Sie wurde nach der Eroberung Kabuls durch die Taliban im September 1996 gegründet. | |||||
EL | Βόρεια Συμμαχία | Tο Ηνωμένο Ισλαμικό Μέτωπο για τη Σωτηρία του Αφγανιστάν. Ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1996 μετά την κατάκτηση της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν. | |||||
DE | Opfer terroristischer Akte | (not found) | |||||
EL | θύμα τρομοκρατικής πράξης | (not found) | |||||
DE | Paketbombe | In einem Postpaket versteckte und versandte Bombe. | |||||
EL | πακέτο-βόμβα | Kρυμμένη και απεσταλμένη βόμβα σε ταχυδρομικό δέμα. | |||||
DE | Partei Gottes/Hisbollah | Militante, radikal-islamistische Organisation schiitischer Ausrichtung, die 1982 im Libanon vor dem Hintergrund des dortigen Bürgerkrieges gegründet wurde. Als Miliz war sie in den Bürgerkrieg verwickelt, seit dessen Beendigung ist sie auch als politische Organisation aktiv und im libanesischen Parlament vertreten. | |||||
EL | Κόμμα του Θεού/Χεζμπολάχ | Iσχυρή πολιτική και στρατιωτική οργάνωση των σιιτών μουσουλμάνων στο Λίβανο που πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980.Στόχος της οργάνωσης ήταν η απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων από το νότιο Λίβανο. | |||||
DE | politisch motivierte Gewaltanwendung | Eine Gewalttat,die im Interesse einer bestimmten Regierung oder politischen Partei geschieht. | |||||
EL | πολιτικά υποκινούμενη βία | Πράξη βίας που εκτελείται προς το συμφέρον συγκεκριμένης κυβέρνησης ή πολιτικού κόμματος. | |||||
DE | politische Gewalt | Die direkte physische Schädigung, die zu politischen Zwecken stattfindet, d.h. darauf abzielt,von oder für die Gesellschaft getroffene Entscheidungen zu verhindern oder zu erzwingen. | |||||
EL | πολιτική βία | Πρόκληση επικίνδυνων σωµατικών βλαβών µε πολιτικά κίνητρα, ή λόγο πολιτικού µίσους του αντιπάλου. | |||||
DE | politischer terrorismus | Gewaltanwendung oder Drohung mit Gewalt gegen Personen und Sachen zu politischen Zwecken, die von einer Einzelperson oder einer Gruppe angewandt werden, die im Auftrag einer oder gegen eine Regierung handelt. | |||||
EL | πολιτική τρομοκρατία | Η χρήση βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων για πολιτικούς σκοπούς, που εφαρμόζονται από ένα άτομο ή μια ομάδα που ενεργεί για λογαριασμό ή εναντίον μιας κυβέρνησης. | |||||
DE | Rache | Persönliche, oft von Emotionen geleitete Vergeltung einer als böse, besonders als persönlich erlittenes Unrecht empfundenen Tat. | |||||
EL | εκδίκηση | Eίναι η ανταπόδοση από τον παθόντα για το κακό που του συνέβει, είναι η τιμωρία που επιβάλει κάποιος μόνος του. | |||||
DE | radiologische Waffe | Als radiologische Waffe werden Vorrichtungen bezeichnet, mit denen radioaktive Substanzen in krimineller Absicht ausgebracht und großflächig verteilt werden können. | |||||
EL | ραδιολογικό όπλο | Τα ραδιολογικά όπλα, χρησιμοποιούν πυρηνικό ή ραδιενεργό υλικό σε συνδυασμό με κοινά εκρηκτικά για να προκαλέσουν το θάνατο ή τραυματισμό του στόχου μέσα από τη δηλητηρίασή του απο ραδιενέργεια. | |||||
DE | regionale Κonflikte | [Regionale] Konflikte sind Interessengegensätze (Positionsdifferenzen), um nationale Werte (Unabhängigkeit, Selbstbestimmung, Grenzen, Territorien, etc.) von einiger Dauer und Reichweite zwischen zwei Parteien (Staaten, Staatengruppen oder - organisationen, organisierten Gruppen), die entschlossen sind, sie zu ihren Gunsten zu entscheiden. | |||||
EL | περιφερειακές συγκρούσεις | Περιφερειακές συγκρούσεις είναι αντικρουόμενα συμφέροντα μεταξύ κρατών σχετικά με τις εθνικές αξίες τους (π.χ ανεξαρτησία, αυτοδιάθεση, σύνορα, εδάφη κ.λπ.). | |||||
DE | reguläre streitkräfte | Reguläre streitkräfte sind alle in militärischen formen organisieren und uniformierten Staatorgane , die ein Staat mit der militärischen Verteidigung seines Gebietes beaufragt hat. | |||||
EL | τακτικές ένοπλες δυνάμεις - τακτικός στρατός | Oι τακτικές ένοπλες δυνάμεις είναι όλες οι οργανωμένες στρατιωτικές μορφές και είναι κρατικά όργανα στα οποία έχει ανατεθεί από το εκάστοτε κράτος η άμυνα της επικράτιας του. | |||||
DE | religiöse Fanatiker | Menschen, die einen Anschlag oder einen Mord aufgrund ihrer religiösen Überzeugung begehen, bezeichnet man als religiöse Fanatiker. | |||||
EL | θρησκευτικός εξτρεμιστής | θρησκευτικοί φανατικοί ονομάζονται οι άνθρωποι που διαπράττουν επιθέσεις ή δολοφονίες για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους | |||||
DE | religiöser Krieg | Ein religiöser Krieg ist ein Krieg, der im Namen Gottes und der Religion geführt wird. | |||||
EL | θρησκευτικός πόλεμος | Θρησκευτικός πόλεμος είναι ένας πόλεμος ο οποίος γίνεται στο όνομα του θεού και τις θρησκείας. | |||||
DE | religiöser Terrorismus | Religiöser Terrorismus ist wenn Menschen einen Anschlag oder einen Mord aufgrund ihrer religiösen Überzeugung begehen, bekannt als religiöse Fanatiker. Sie geben als Motiv oft an, im Sinne ihres Gottes zu handeln. Manchen radikalen Glaubensanhängern ist es sogar egal, ob sie selbst dabei sterben. Sie sind überzeugt davon, dass sie nach dem Tod für ihre Tat von ihrem Gott belohnt werden. | |||||
EL | θρησκευτική τρομοκρατία | Η θρησκευτική τρομοκρατία είναι μία πράξη βίας, η οποία παράγει εκτεταμένες, δυσανάλογες, συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως φόβος και αναστάτωση, τα οποία είναι πιθανόν να επηρεάσουν στάσεις και συμπεριφορές, είναι συστημική και σχετικά απρόβλεπτη και συνήθως κατευθύνεται απέναντι σε συμβολικούς στόχους και αποκαλύπτει μηνύματα και απειλές έτσι ώστε να επικοινωνήσει και να αποκτήσει κοινωνικό έλεγχο. | |||||
DE | Revolutionärer Terrorismus | Terrorismus [ …] zum Sturz eines Regimes und zur grundlegenden Veränderung einer politischen und gesellschaftlichen Ordnung | |||||
EL | αντικαθεστωτική τρομοκρατία | Η τρομοκρατία που επιδιώκει την πλήρη κατάργηση ενός πολιτικού συστήματος και η αντικαταστασή του από ένα νέο. | |||||
DE | Schläfer | In eine Organisation oder in ein Land eingeschleuster Spion, der zunächst unauffällig bleibt und erst nach einiger Zeit aktiviert wird. | |||||
EL | ανενεργός πράκτορας | Κατάσκοπος σε μία οργάνωση ή σε μία χώρα που αρχικά παραμένει ανενεργός για μεγάλο χρονικό διάστημα ώσπου ενεργοποιείται για την εκτέλεση τρομοκρατικών επιθέσεων. | |||||
DE | Schläferzelle | Terrorgruppe, deren Mitglieder ein normales Leben führen, bis sie "aktiviert" werden, um einen Terroranschlag durchzuführen. | |||||
EL | ομάδα ανενεργών πρακτόρων | Ομάδα τρομοκρατών που παραμένει ανενεργή για μεγάλο χρονικό διάστημα έως την ενεργοποίηση της για την πραγματοποίηση τρομοκρατικών ενεργειών. | |||||
DE | Schurkenstaat | Staat, der eine Gefahr für die Weltsicherheit darstellt, da er angeblich den weltweiten Terrorismus durch etwaige Zuwendungen fördert. | |||||
EL | κράτος παρίας | Κράτος που φαίνεται να υποθάλπτει στο έδαφός του ή να προωθεί την παγκόσμια τρομοκρατία μέσω οποιασδήποτε δωρεάς και απειλεί την παγκόσμια ασφάλεια. | |||||
DE | Selbstmordauftrag | (not found) | |||||
EL | αποστολή αυτοκτονίας | Ανάθεση βομβιστικής επίθεσης σε βομβιστή αυτοκτονίας με σκοπό να εξασφαλήσει τον θάνατο όσο το δυαντόν περσσότερων ανθρώπων και να προκαλέσει εκτεταμένες ζημιές | |||||
DE | Selbstmordoperation | (not found) | |||||
EL | επιχείρηση αυτοκτονίας | Σύνολο από συντονισμένες βομβιστικές ενέργειες που γίνονται από βομβιστές αυτοκτονίας για την πραγματοποίηση τρομοκρατικών επιθέσεων με όσο το δυνατόν περισσότερους θανάτους και ζημιές. | |||||
DE | Selbstmordterrorist | Jemand, der Sprengstoff in seinem Körper oder in einem Fahrzeug mit sich befördert und beabsichtigt, ihn zu zünden,um den Tod der am meisten wahrgenommenen Feinde zu sicherstellen und erheblichen Schaden zu verursachen.Normalerweise ist der Angreifer aus politischen Gründen motiviert und bereit während des Prozesses zu sterben. | |||||
EL | βομβιστής αυτοκτονίας | Κάποιος που μεταφέρει εκρηκτικά στο σώμα του ή σε όχημα και σκοπεύει να τα πυροδοτήσει για να εξασφαλίσει τον θάνατο των αντιληπτών εχθρών και να προκαλέσει εκτεταμένες ζημιές. Συνήθως ο επιτιθέμενος είναι υποκινούμενος από κάποιο πολιτική σκοπό και είναι πρόθυμος να πεθάνει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. | |||||
EL | (βομβιστής) καμικάζι | Κάποιος που μεταφέρει εκρηκτικά στο σώμα του ή σε όχημα και σκοπεύει να τα πυροδοτήσει για να εξασφαλίσει τον θάνατο των αντιληπτών εχθρών και να προκαλέσει εκτεταμένες ζημιές. Συνήθως ο επιτιθέμενος είναι υποκινούμενος από κάποιο πολιτική σκοπό και είναι πρόθυμος να πεθάνει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. | |||||
DE | sozialrevolutionärer Terrorismus | Terrorismus von [ ... ] Personen oder Gruppen, die den politischen und sozialen Status quo [ ...] in Richtung auf eine sozialistische Gesellschaft verändern wollen, obwohl die große Mehrheit der Bevölkerung keine Lust hierzu verspürt. | |||||
EL | ακροαριστερή τρομοκρατία | Αποτελεί μια στρατηγική επαναστατικής ανατροπής του καθεστώτος με εκτελέσεις κρατικών αξιωματούχων και παραγόντων του κατεστημένου με σκοπό την ενθάρρυνση των λαϊκών μαζών και την εξωθησή τους προς την κατεύθυνση της μαζικής εξέγερσης. | |||||
DE | Staatsterrorismus | Die durchgängige Herrschaftspraxis einer verabsolutierten Staats- und Gesellschaftsauffassung sowie Normenordnung, die gegenüber allen innenpolitischen Feinden und nichtakklamierenden, anderen Wertmaßstäben zuneigenden Individuen und Gruppen durch systematisch und unbegrenzt angewendete Gewalt aller Institutionen durchgesetzt und aufrechterhalten wird. | |||||
EL | κρατική τρομοκρατία | Ορίζεται ως η πολιτική ενός αυταρχικού κράτους που κυβερνά με τη χρήση του τρόμου και του φόβου, ώστε να δημιουργήσει υπηκόους και όχι πολίτες και προκειμένου να υιοθετηθεί από την κοινωνία η νοοτροπία της υποταγής μέσω της διαρκούς ενοχής και ενός απροσδιόριστου φόβου. | |||||
DE | subkonventionelle Bedrohung | Sub-konventionellen Bedrohungen sind Terrorismus und verwandte Phänomene zB. Guerilla, verdeckter Kampf und Subversion, die in der österreichische Landesverteidigungsplan im 1975 sich beziehen. | |||||
EL | οριακά συμβατική απειλή | Οριακά συμβατικές απειλές είναι η τρομοκρατία και συναφή φαινόμενα όπως αντάρτες,συγκεκαλυμμένες μάχες και υπονομεύσεις, τα οποία αναφέρονται στο αυστριακό εθνικό σχέδιο Άμυνας του 1975. | |||||
DE | Sturmangriff | Schneller, massiver Angriff. | |||||
EL | έφοδος | Η απότομη, αιφνιδιαστική επίθεση. | |||||
EL | επιδρομή | Η βίαιη και συνήθως αιφνίδια επίθεση | |||||
EL | εφόρμηση | Η ορμητική επίθεση (εναντίον στόχου) | |||||
DE | Superterrorismus | Superterrorismus bezeichnet die Verwendung von Massenvernichtungswaffen durch Terroristen. | |||||
EL | μεγα-τρομοκρατία | Τρομοκρατία που τελείται με τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής. | |||||
DE | Terrorabwehr | Defensive Maßnahmen, um die Verwundbarkeit vor Terrorakten zu reduzieren ... Sicherheitsvorkehrungen für das diplomatische Personal ebenso ... wie die bauliche Sicherung von … Botschaften und anderen Einrichtungen im Ausland | |||||
EL | καταπολέμηση της τρομοκρατίας | Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας απαιτεί την αντιμετώπιση ζητημάτων, όπως οι ξένοι μαχητές, η χρηματοδότηση επιθέσεων και οι συνοριακοί έλεγχοι._x000D_ _x000D_ | |||||
EL | αντιτρομοκρατία | Καταπολέμηση της τρομοκρατίας. | |||||
DE | terroristische Straftat/ terroristisches Verbrechen | Nach einzelstaatlichen Rechtsvorschriften als Straftat definierte terroristische Handlung IATE:817667. | |||||
EL | τρομοκρατικό έγκλημα | 1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να διασφαλιστεί ότι οι κατωτέρω εκ προθέσεως πράξεις, που χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και οι οποίες είναι δυνατόν, λόγω της φύσης ή του συναφούς πλαισίου τους, να πλήξουν σοβαρά χώρα ή διεθνή οργανισμό, ορίζονται ως τρομοκρατικά εγκλήματα στις περιπτώσεις που τελούνται με έναν από τους στόχους που απαριθμούνται στην παράγραφο 2:α) προσβολή κατά της ζωής προσώπου, η οποία μπορεί να προκαλέσει τον θάνατο· β) προσβολή κατά της σωματικής ακεραιότητας προσώπου· γ) απαγωγή ή αρπαγή ομήρων· δ) πρόκληση εκτεταμένων καταστροφών σε κυβερνητικές ή δημόσιες εγκαταστάσεις, συγκοινωνιακά δίκτυα, εγκαταστάσεις υποδομής περιλαμβανομένων των συστημάτων πληροφορικής, σταθερές εξέδρες που βρίσκονται επί της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, δημόσιους χώρους ή ιδιωτικές ιδιοκτησίες, που θα μπορούσαν να εκθέσουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές ή να προξενήσουν σημαντικές οικονομικές απώλειες· ε) κατάληψη αεροσκαφών ή πλοίων ή άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς ή μεταφοράς εμπορευμάτων· στ) κατασκευή, κατοχή, κτήση, μεταφορά, προμήθεια ή χρήση εκρηκτικών υλών ή πυροβόλων όπλων, συμπεριλαμβανομένων των χημικών, βιολογικών, ραδιολογικών ή πυρηνικών όπλων, καθώς και έρευνα και ανάπτυξη όσον αφορά τα χημικά, βιολογικά, ραδιολογικά ή πυρηνικά όπλα· ζ) απελευθέρωση επικίνδυνων ουσιών ή πρόκληση πυρκαγιών, πλημμυρών ή εκρήξεων, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινης ζωής σε κίνδυνο· η) διαταραχή ή διακοπή του εφοδιασμού ύδατος, ηλεκτρικής ενέργειας ή κάθε άλλου βασικού φυσικού πόρου, με αποτέλεσμα την έκθεση ανθρώπινης ζωής σε κίνδυνο· θ) παράνομη παρεμβολή σε σύστημα, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 4 της οδηγίας 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19) για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών, στις περιπτώσεις όπου ισχύει το άρθρο 9 παράγραφος 3 ή το άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο β) ή γ) της εν λόγω οδηγίας και παράνομη παρεμβολή σε δεδομένα, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, στις περιπτώσεις όπου ισχύει το άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της εν λόγω οδηγίας· ι) απειλή τέλεσης οποιασδήποτε εκ των πράξεων που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως θ). | |||||
DE | Terrorregime | Terror verbreitendes Regime. | |||||
ΕL | τρομοκρατικό καθεστώς | Το καθεστώς που επικρατεί μετά την διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών. | |||||
EL | καθεστώς τρόμου | Το καθεστώς που επικρατεί μετά την διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών. | |||||
DE | Trennungsgebot | Das Trennungsgebot ist eine deutsche Besonderheit und eine besondere Ausprägung des Grundsatzes der Gewaltenteilung. Es legt fest, dass Aufgaben, Funktion, informationelle Grundlagen, Organisation und Personal der Polizeibehörden und Nachrichtendienste voneinander zu trennen sind. | |||||
EL | διάκριση, διαχωρισμός, κανόνας διάκρισης/διαχωρισμού | Ο κανόνας διάκρισης είναι γερμανική ιδιαιτερότητα και αποτελεί χαρακτηριστικό της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Ορίζει ότι τα καθήκοντα, η λειτουργία, η ενημερωτική βάση, η οργάνωση και το προσωπικό της αστυνομίας και των υπηρεσιών πληροφοριών πρέπει να διαχωρίζονται. | |||||
DE | Zionismus | Als Zionismus bezeichnet man heute die Bewegung, die einen jüdischen Staat im Eretz Israel (Palästina) fordert und fördert. | |||||
EL | σιωνισμός | Ο Σιωνισμός –ή εβραϊκός εθνικισμός– είναι ένα σύγχρονο πολιτικό κίνημα. Ο βασικός πυρήνας της ιδεολογίας του είναι ότι όλοι οι Εβραίοι αποτελούν ένα έθνος, και όχι απλά μια θρησκεία ή εθνική κοινότητα και επιπλέον ότι η μόνη λύση στον αντί-σημιτισμό είναι η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων Εβραίων στην Παλαιστίνη και η δημιουργία κράτους σ’ αυτή. | |||||
DE | zionistisch | Als Zionismus bezeichnet man heute die Bewegung, die einen jüdischen Staat im Eretz Israel (Palästina) fordert und fördert. | |||||
EL | σιωνιστικός | Ο Σιωνισμός –ή εβραϊκός εθνικισμός– είναι ένα σύγχρονο πολιτικό κίνημα. Ο βασικός πυρήνας της ιδεολογίας του είναι ότι όλοι οι Εβραίοι αποτελούν ένα έθνος, και όχι απλά μια θρησκεία ή εθνική κοινότητα και επιπλέον ότι η μόνη λύση στον αντί-σημιτισμό είναι η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων Εβραίων στην Παλαιστίνη και η δημιουργία κράτους σ’ αυτή. | |||||