Ionian University for IATE: -Ungleichheit

[su_note note_color=”#f39c12″][su_button url=”https://termcoord.eu/wp-content/uploads/2020/03/IATE-Ungleichheit-Inequality-by-Ionian-University.xlsx” style=”flat”]Download[/su_button] Get a more detailed table in Excel format.  [/su_note]

LanguageTermDefinition
DEAltersdiskriminierung Unter "Altersdiskriminierung" versteht man ein benachteiligendes Verhalten gegenüber Menschen, das auf deren Alter zurückzuführen ist.
ELηλικιακή διάκρισηΗ άνιση μεταχείριση ανδρών και γυναικών η οποία οφείλεται στην αρνητική πλευρά της γήρανσης.
DEArmutsquoteKennziffer, die angibt, wie viel Prozent der Bevölkerung unter der Armutsgrenze leben.
ELποσοστό φτώχειαςΠοσοστό που δείχνει πόσα άτομα ζουν χωρίς ή με πολύ περιορισμένα οικονομικά μέσα και πόρους.
DEBildungschanceDie Chance von Personen oder Personengruppen am Bildungssystem teilzunehmen, Bildung zu erlangen.
ELεκπαιδευτική ευκαιρίαΗ ευκαιρία που έχει κάποιος να συμμετάσχει στο εκπαιδευτικό σύστημα.
DEBildungsungleichheitUngleiche Bildungschancen für unterschiedliche Bevölkerungsschichten und unterprivilegierte Gruppen.
ELεκπαιδευτική ανισότηταΗ άνιση παροχή ευκαιριών συμμετοχής στον θεσμό της εκπαίδευσης σε κοινωνικές, εθνοτικές ή θρησκευτικές ομάδες.
DEChancenungleichheitenDie ungleichen Möglichkeiten der Menschen aufgrund von sozialer Herkunft, Geschlecht, Religion oder Alter.
ELανισότητα ευκαιριώνΟι μη ίσες ευκαιρίες που προσφέρονται σε άτομα διαφορετικού φύλου, καταγωγής, κοινωνικής τάξης
DEEinkommenschanceDie allgemeinen Möglichkeiten, die man hat, Einkommen zu bekommen
ELεισοδηματική ευκαιρίαΗ ευκαιρία που έχει κάποιος για να λάβει κάποιο εισόδημα.
DEEinkommensgruppeGruppe, in die jemand nach der Höhe seines Einkommens eingeordnet ist.
ELεισοδηματική ομάδαΈνα τμήμα του πληθυσμού που ταξινομείται ανάλογα με το ύψος του εισοδήματός του.
DEEinkommensschichtΕin Teil einer Gesellschaft, der sich von anderen Personengruppen durch die Höhe des Einkommens unterscheidet.
ELεισοδηματικό στρώμαΈνα τμήμα του πληθυσμού που ταξινομείται ανάλογα με το ύψος του εισοδήματός του.
DEEntwicklungschanceMöglichkeit, sich zu entwickeln.

ELευκαιρία ανάπτυξηςΗ δυνατότητα που έχει κανείς να αναπτυχθεί.
DEFrauenerwerbstätigkeitDie Beteiligung von Frauen am Arbeitsmarkt.
ELαπασχόληση των γυναικώνΗ συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.
DEGeschlechterungleichheitGeschlechterungleichheit bezieht sich auf die Ungleichbehandlung von Personen aufgrund ihres Geschlechts.
ELανισότητα των φύλωνΟ όρος «ανισότητα των φύλων» αναφέρεται στην παροχή άνισων ευκαιριών σε γυναίκες και άντρες στους τομείς της εργασίας και της εκπαίδευσης.
DEgesellschaftliche DifferenzierungDie Entwicklung aller Organismen einer Gesellschaft, die durch fortschreitende Integration und fortschreitende Differenzierung gekennzeichnet ist.
ELκοινωνική διαφοροποίησηΗ διάκριση μεταξύ κοινωνικών ομάδων βάσει βιολογικών και κοινωνικοπολιτιστικών παραγόντων, όπως το φύλο, η ηλικία ή η εθνικότητα, με αποτέλεσμα την ανάθεση ρόλων σε μια κοινωνία. (μτφ)
DEGini-Koeffizient Der Gini-Koeffizient ist ein statistisches Maß zur Abbildung der relativen Konzentration von Ungleichverteilungen
συντελεστής ανισότητας Gini, συντελεστής GiniΜέτρο ανισοκατανομής πλούτου, το οποίο διευκολύνει τις διαχρονικές, διαπεριφερειακές και διεθνείς συγκρίσεις καθώς και τις συγκρίσεις διαφορετικών κοινωνικών κατανομών που μπορούν να συσχετίσουν την ανισοκατανομή του εισοδήματος προς άλλες κοινωνικές ανισότητες
DELohnungleichheitUnterschiedlicher Lohn für die gleichwertige Arbeit aufgrund des Geschlechts, des Alters.
ELμισθολογική ανισότηταΟι μισθολογικές διαφορές ανάμεσα σε άτομα που εργάζονται στον ίδιο χώρο λόγω φύλου, ηλικίας.
DEMittelschichtDie Mittelschicht ist eine Einkommensgruppe, die zwischen der Oberschicht und der Unterschicht liegt.
ELμεσαία τάξηΗ μεσαία τάξη είναι αυτή που στον καπιταλισμό κατέχει τα μέσα παραγωγής και βρίσκεται ανάμεσα στην ανώτερη κοινωνική και την εργατική.
DERessourcenausstattung Die finanziellen, staatlichen Resourcen , die zur Verfügung stehen.
EL διαθέσιμοι πόροι Oι οικονομικοί, κρατικοί πόροι που τίθενται στην διαθεσιμότητα κάποιου.
DEsoziale Teilhabe"Soziale Teilhabe" bezeichnet als die Teilhabe von Menschen an gesellschaftlichen Aktivitäten.
ELΚοινωνική συμμετοχήΩς κοινωνική συμμετοχή ορίζεται ευρέως η διαδικασία συμμετοχής του ατόμου σε δραστηριότητες που παρέχουν αλληλεπίδραση με άλλους δρώντες.
DESpitzensteuersatzDer höchste Beitrag Betrag, der einer bestimmten Steuereinheit entspricht
ELυψηλότερος φορολογικός συντελεστήςTο υψηλότερο ποσοστό φόρου που καλούνται να πληρώσουν οι πολίτες.
DEUngleichverteilung Nicht gleichmäßige Verteilung.
ΕLανισοκατανομή H άνιση κατανομή/ μοιρασιά.
DEVermögensungleichheit Das ungleich verteilte Vermögen bei Gesellschaftsschichten mit hohen und niedrigen Einkommen.
ELανισότητα πλούτουΗ μη ισορροπημένη κατανομή πλούτου ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα υψηλού και χαμηλού εισοδήματος.