[su_note note_color=”#f39c12″][su_button url=”https://termcoord.eu/wp-content/uploads/2020/03/ΙΑΤΕ-Selbstmächtigung-der-Jugend-Youth-Empowerment-by-Ionian-University.xls” style=”flat”]Download[/su_button] Get a more detailed table in Excel format. [/su_note]
Language | Term | Definition | |||
---|---|---|---|---|---|
DE | Differenziertheit | Das Adjektiv differenziert bedeutet „fein (bis ins äußere) abgestuft“ und beschreibt Vorgehensweisen, Urteile, Aussagen, Gedankengänge usw. als besonders detailreich und bis ins Einzelne untergliedert. | |||
EL | διαφοροποίηση | α. Επισήμανση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πράγματα, πρόσωπα, έννοιες, καταστάσεις, β. εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε πράγματα ή σε έννοιες | |||
DE | Einsteiger/Einsteigerein | Ein Neuling, jemand der in einem bestimmten Bereich sich zum ersten Mal engagiert. | |||
EL | αρχάριος-α | Ένα άτομο που άρχισε πρόσφατα να μαθαίνει κτ, ένα άτομο το οποίο έχει ξεκινήση την παρακολούθηση μαθημάτων σε έναν τομέα ή μαθαίνει τα βασικά ή κάποιος που είναι άπειρος | |||
DE | Empowerment/Selbstm?chtigung | Empowerment bezieht sich [...] sowohl auf den Prozess der Selbstbem?chtigung der eigenen Person als auch auf die Unterst?tzung durch entsprechende Profis, die Menschen dabei helfen, den Wert ihrer eigenen Person inklusive von Gestaltungsspielr?umen und Ressourcen wahrzunehmen und entsprechend zu nutzen. | |||
EL | ενδυνάμωση | το αποτέλεσμα του ενδυναμώνω. α. το να αποκτά κτ. ή κάποιος περισσότερη ισχύ, δύναμη· ενίσχυση, ισχυροποίηση. β. (μτφ.) ενθάρρυνση. | |||
DE | Entwicklungsstand | Der Kenntnisstand und die F?higkeiten, die man zur Probleml?sung besitzt und einsetzen kann. | |||
EL | επίπεδο ανάπτυξης | Το επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων που κατέχει και μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στην επίλυση προβλημάτων. | |||
DE | Gemeindepsychologie | Die Gemeindepsychologie hat es sich zur Aufgabe gemacht, das Erleben und Handeln der Menschen in ihren spezifischen Lebenswelten zu untersuchen und sie bei einer produktiven Lebensbew?ltigung zu unterst?tzen. | |||
EL | κοινοτική Ψυχολογία | Η Κλινική Κοινοτική Ψυχολογία ασχολείται με τις σχέσεις του ατόμου με την κοινότητα και την ευρύτερη κοινωνία. Οι επαγγελματίες Κοινοτικοί Ψυχολόγοι αναζητούν να κατανοήσουν την ποιότητα ζωής ατόμων, κοινοτήτων και κοινωνιών, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της έρευνας και της δράσης. | |||
DE | Hilfebed?rftigkeit | Hilfebed?rftig ist, wer seinen Lebensunterhalt nicht oder nicht ausreichend aus dem zu ber?cksichtigenden Einkommen oder Verm?gen sichern kann und die erforderliche Hilfe nicht von anderen, insbesondere von Angeh?rigen oder von Tr?gern anderer Sozialleistungen, erh?lt. | |||
EL | έλλειψη αρωγής | Έλλειψη βοήθειας. | |||
DE | individuelles Empowerment | Individuelles Empowerment bezieht sich auf die F?higkeit des Einzelnen, Entscheidungen zu treffen, die die Kontrolle ?ber das pers?nliche Leben vergr?ssern. | |||
EL | ατομική ενδυνάμωση | Η ατομική ενδυνάμωση αναφέρεται στην ικανότητα του καθενός να παίρνει αποφάσεις, οι οποίες αυξάνουν τον έλεγχο της προσωπικής ζωής. | |||
DE | Jugendinitiative | Zusammenschluss Jugendlicher, die sich im politischen oder sozialen Bereich f?r bestimmte gemeinsame Ziele engagieren | |||
EL | πρωτοβουλία νέων | Σχέδια που θεσπίζονται και υλοποιούνται από τους ίδιους τους νέους για τους νέους. (…) Μια Πρωτοβουλία Νέων μπορεί να είναι ή εθνική ή διακρατική. | |||
DE | Jugendkulturarbeit | Jugendkulturarbeit ist eine spezifische Auspr?gung der offenen Jugendarbeit, die in den 1980er-Jahren ihren Ausgang nahm und seit den 1990ern insbesondere in urbanen Regionen starke Verbreitung findet. Ziel war es, die Angebote der Jugendarbeit durch profilierte k?nstlerisch-gestalterische Angebote attraktiver zu machen und jugendkulturellen Szenen angemessenen Raum sowie gezielte F?rderung zu bieten. | |||
EL | πολιτιστική εργασία νέων | Η πολιτιστική εργασία νέων είναι ένα συγκεκριμένο είδος ανοιχτής εργασίας νέων που ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1980 και διαδόθηκε κατά την δεκαετία του 1990 κυρίως σε αστικές περιοχές. Στόχο είχε να καταστήσει την προσφορά για εργασία νέων πιο ελκυστική μέσα από καλλιτεχνικές και δημιουργικές προσφορές, και να προσφέρει στις πολιτιστικές σκηνές των νέων τον κατάλληλο χώρο καθώς και την στοχευμένη υποστήριξη. | |||
DE | kollektives Empowerment | Kollektives Empowerment gelingt durch kollektives Handeln, dies aber findet im Rahmen der bestehenden Machtverh?ltnisse statt. | |||
EL | συλλογική ενδυνάμωση | Η συλλογική ενδυνάμωση αναφέρεται στην ικανότητα μιας κοινότητας να επιτύχει συλλογικά καθορισμένους στόχους, μέσω της διαδικασίας συμμετοχής ( The collective empowerment refers to the capacity of a community, through the participation process, to achieve collectively defined goals ) | |||
DE | Lebensregie | Lebensregie ist die bewusste Gestaltung auf der eigenen B?hne des Lebens. | |||
EL | έλεγχος της ζωής | Όταν σωματικά, νοητικά και συναισθηματικά ελέγχουμε τις αλλαγές που έρχονται ή δημιουργούμε στην ζωή μας, τότε αυτό οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα επίτευξης συναισθηματικής ικανοποίησης και πληρότητας. | |||
DE | Ressourcenausbeutung | Ressourcenausbeutung is der Prozess wo Menschen die nat?rlichen Ressourcen verwenden um die notwendigen f?r ihre Entwicklung Produkten zu produzieren. | |||
EL | εκμετάλλευση πόρων | Η εκμετάλλευση πόρων είναι η διαδικασία στην οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τους φυσικούς πόρους για να παράξουν τα αναγκαία για αυτούς προϊόντα. | |||
DE | Schl?sselkompetenz | eine der Fertigkeiten, die in der modernen Wissensgesellschaft ben?tigt werden | |||
EL | βασική ικανότητα | "Βασική ικανότητα" είναι οι ικανότητες που είναι αναγκαίες για όλους. Ο όρος συμπεριλαμβάνει τις βασικές δεξιότητες (γραφή, ανάγνωση, αριθμητική), αλλά επεκτείνεται και πέρα από αυτές. | |||
DE | Selbstgestaltungskraft | ?Vielmehr stellt die Selbstgestaltungskraft einen komplexen und dynamischen Prozess dar, der von uns Menschen abverlangt, dass wir die Gegebenheiten unserer Umwelt, der Systeme in denen wir leben, mit in diesen Selbstgestaltungs-Prozess einbeziehen und dadurch auch die F?higkeit erwerben, bewusst auf sie einzuwirken. | |||
EL | δύναμη της αυτοδιαμόρφωσης | Η δύναμη της αυτοδιαμόρφωσης παρουσιάζει μία πολύπλοκη και δυναμική διαδικασία, που απαιτεί από τους ανθρώπους, να συμπεριλάβουν στην διαδικασία της αυτοδιαμόρφωσης τα δεδομένα του περιβάλλοντός τους, τα συστήματα μέσα στα οποία ζουν και μέσω από αυτό να αποκτήσουν την ικανότητα, να επιδρούν συνειδητά σε αυτά. | |||
DE | Selbstverf?gungskraft | Erstens deutet "Empowerment" auf die Selbstverf?gungskraft hin. Das soll hei?en, dass Menschen es schaffen sollen, eigenst?ndig Probleme zu l?sen und ihr Leben selber zu gestalten. | |||
EL | δύναμη της αυτοδιάθεσης | την αυτοδιάθεση και τον αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου του ανθρώπου,δηλαδή τη δυνατότητα να διαθέτει και να προσδιορίζει ελεύθερα ο ίδιος τον εαυτό του | |||
DE | Selbstverpflichtung | Versprechen, etwas zu tun oder zu unterlassen [ohne Zwang durch eine gesetzliche Regelung] | |||
EL | δέσμευση | Η ανάληψη υποχρέωσης προς επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου ή μιας υπόσχεσης. | |||
DE | St?rkung | Die St?rkung bedeutet in diesem Fall, die moralische und materielle Unterst?tzung, die Jugendliche von dritten Personen zus?tzlich zu ihren eigenen F?higkeiten erhalten. | |||
EL | ενίσχυση | Η ενίσχυση εν προκειμένω αναφέρεται στην ηθική και υλική βοήθεια που παρέχεται από τρίτους στους νέους επιπροσθέτως των δικών τους ικανοτήτων. | |||
DE | Transformationsprozess | Umwandlungsprozess | |||
EL | διαδικασία μεταβολών | η διαδικασία μεταβολών εν προκειμένω αναφέρεται στις ενέργειες των νέων, οι οποίες επιφέρουν μια σειρά από αλλαγές | |||
DE | Unfertigkeit | Unfertigkeit ist das Gegenteil von Fertigkeit, also die Unf?higkeit, das eigene Wissen, K?nnen oder neu erworbene Informationen und Fertigkeiten so einzusetzen, dass eine Aktivit?t effektiv und z?gig vollbracht werden kann. | |||
EL | αδεξιότητα | αδεξιότητα: έλλειψη επαρκούς γνώσης ή επιδεξιότητας ή ικανότητας· απουσία επιδεξιότητας· ανικανότητα· κατάσταση όπου κάποιος μπορεί να κάνει μεγάλα λάθη ή σφάλματα | |||
DE | Unterst?tzungsmanagement | Unterst?tzungsmanagement - das ist nach Wendt ein Proze? der Hilfeleistung f?r Menschen, deren Leben "in der Luft h?ngt", weil die Komplexit?t der Lebensprobleme und die Un?bersichtlichkeit der privaten und offentlichen Hilferessourcen sie ?berfordern. | |||
EL | διαχείριση υποστήριξης | Η διαχείριση υποστήριξης – είναι σύμφωνα με τον Wendt μία διαδικασία της παροχής βοήθειας για τους ανθρώπους, των οποίων η ζωή “βρίσκεται στον αέρα”, γιατί τους παραφορτώνουν η πολυπλοκότητα των προβλημάτων και η ασάφεια των ιδιωτικών και δημοσίων πόρων βοήθειας. | |||
DE | zwischenmenschliches Empowerment | Die Struktur des Wissens und der F?higkeit zum kritischen Verst?ndnis der sozialen und politischen Beziehungen (?bersetzung) | |||
EL | διαπροσωπική ενδυνάμωση | H διάρθρωση της γνώσης και της ικανότητας για μια κριτική κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που υπάρχουν στο περιβάλλον | |||
DE | Jugendpartizipation | F?r jugendliche Partizipation gelten die Partizipationswege und Chancen f?r Jugendliche in verschiedenen Lebensfeldern exemplarisch aufgeschl?sselt. | |||
EL | συμμετοχή των νέων | Η ενίσχυση της συμμετοχής όλων των νέων στη δημοκρατική ζωή σημαίνει ότι οι νέοι μπορούν να συμμετέχουν στους υφιστάμενους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά και να δραστηριοποιούνται εκτός επίσημων πολιτικών θεσμών σε οργανωμένα σύνολα της κοινωνίας πολιτών. | |||
DE | F?rderm?glichkeit | Eine Fördermöglichkeit ist eine Μöglichkeit über finanzielle Unterstützung, die helfen soll, Vorhaben zu verwirklichen | |||
EL | δυνατότητα οικονομικής υποστήριξης | Η δυνατότητα υποστήριξης είναι η παροχή (οικονομικής) βοήθειας για την προσωπική εξέλιξη του ατόμου | |||
DE | Mobilit?tserfahrung | Beweglichkeit (in Bezug auf den Beruf, die soziale Stellung, den Wohnsitz) | |||
EL | εμπερία κινητικότητας | Eμπειρία μετακίνησης, εμπειρία έντονης δραστηριότητας | |||
DE | Qualit?tsentwicklung | Die Qualit?tsentwicklung befasst sich als Bestandteil der Organisationsentwicklung mit der Verbesserung der Qualit?t von p?dagogischen Haltungen, Arbeitsabl?ufen und Kooperationen. | |||
EL | βελτίωση ποιότητας | Ποιότητα είναι το σύνολο των ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας που συμβάλουν στην ικανότητά του να ικανοποιεί εκφρασμένες ή υπονοούμενες ανάγκες | |||
DE | Eigeninitiative | Als Eigeninitiative wird die Bereitschaft des Einzelnen, die Initiative zu einer Handlung selbst zu ergreifen, wenn diese Handlung seinen eigenen Zielen und Interessen dient bezeichnet. | |||
EL | πρωσωπική πρωτοβουλία | Ως προσωπική πρωτοβουλία χαρακτηρίζεται η διάθεση του ατόμου για την ανάληψη μιας πρωτοβουλίας σχετικά με μία δράση που εξυπηρετεί τους στόχους και τα ενδιαφέροντά του | |||
DE | Weiterentwicklung | das Verfahren bei dem jemand oder etwas ?ndert sich und wird noch mehr fortgeschritten | |||
EL | μετεξέλιξη | H ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μετεξελίσσομαι· προοδευτική αλλαγή, εξέλιξη, μεταβολή συνήθ. προς το καλύτερο. | |||
DE | Zukunftsperspektive | Zukunftsaussichten | |||
EL | μελλοντική προοπτική | Mελλοντικές δυνατότητες | |||