[su_note note_color=”#f39c12″][su_button url=”https://termcoord.eu:443/wp-content/uploads/2019/11/Coeliac-disease.xlsx” style=”flat”]Download[/su_button] Get a more detailed table in Ms Excel format.[/su_note]
LANGUAGE | TERM | DEFINITION |
---|---|---|
EN | anti-endomysium antibody | antibodies directed against the connective tissue surrounding smooth muscle fibres |
EN | anti-EMA | |
EL | αντίσωμα έναντι του ενδομυΐου | αντίσωμα τάξης Α, παρόν στο αίμα των πασχόντων από κοιλιοκάκη στην ενεργή της φάση, το οποίο κατευθύνεται έναντι ενός συστατικού ιστού που ονομάζεται ενδομύιο |
EN | anti-tissue transglutaminase antibody | antibody produced and deposited in the small intestinal mucosa, which is present in the serum of the great majority of untreated coeliac disease (CD) patients |
EN | anti-transglutaminase antibody | |
EN | anti-tTG antibody | |
EL | αντίσωμα έναντι ιστικής τρανσγλουταμινάσης | αντίσωμα τάξης Α, παρόν στο αίμα των πασχόντων από κοιλιοκάκη στην ενεργή της φάση, το οποίο κατευθύνεται έναντι του ενζύμου τρανσγλουταμινάση |
EN | antigen-presenting cell | integral component of the mucosal innate immune system that maintains coexistence with the microbiota |
EN | APC | a type of immune cell that enables a T lymphocyte (T cell) to recognize an antigen and mount an immune response against the antigen |
EL | αντιγονοπαρουσιαστικό κύτταρο | κύτταρο το οποίο εγκολπώνει τα επιβλαβή αντιγόνα στον οργανισμό και τα παρουσιάζει στα T κύτταρα, ξεκινώντας έτσι την ανοσολογική ανταπόκριση |
EN | endomysium | a delicate connective tissue sheath that invests and separates each individual muscle fiber |
EL | ενδομύιο | λεπτός υμένας με τον οποίο κάθε μυϊκή ίνα ξεχωρίζει από τις γειτονικές |
EN | intraepithelial lymphocyte | small, round mononuclear white blood cell, which resides in the paracellular space between epithelial cells |
EN | IEL | |
EL | ενδοεπιθηλιακό λεμφοκύτταρο | κύτταρο, παρόν στην επιθήλια επένδυση του εντερικού βλεννογόνου, το οποίο συμμετέχει στις αντιδράσεις ανοσολογικής άμυνας |
EN | crypt epithelium | a sponge-like structure infiltrated by non-epithelial cells, mostly lymphocytes, which is characterized by the presence of small pores - microcypts occupied by large microvillus cells and/or lymphocytes |
EL | επιθήλιο των κρυπτών | απλό κυλινδρικό επιθήλιο το οποίο καλύπτει τις κρύπτες του παχέος εντέρου και αποτελείται από ένα πολύ ετερογενή πληθυσμό κυττάρων |
EL | κρυπτικό επιθήλιο | |
EN | gut-associated lymphoid tissue | part of the mucosa-associated lymphoid tissue that is comprised of lymphoid tissues and organs located directly beneath the mucosal epithelium |
EN | GALT | |
EL | εντερικός βλεννογόνιος λεμφικός ιστός | η μεγαλύτερη λεμφική δομή στο σώμα, η οποία είναι καθοριστική για τη διατήρηση της εντερικής ομοιόστασης |
EL | σχετιζόμενος με το βλεννογόνο του εντέρου λεμφικός ιστός | |
EL | GALT | |
EN | enterocyte | a nutrient-absorbing cell located on the surface of the small intestinal villus |
EL | εντεροκύτταρο | κύτταρο του εντερικού επιθηλίου, το οποίο είναι υπεύθυνο για την απορρόφηση των θρεπτικών ουσιών |
EL | κύτταρο του εντέρου | |
EN | brush border | the primary site of nutrient absorption in the intestinal tract and the primary surface of interaction with microbes that reside in the lumen |
EL | ψηκτροειδής παρυφή | μια ομοιογενής στοιβάδα στην κορυφαία επιφάνεια κάθε κυττάρου |
EN | anti-gliadin antibody | serological marker, associated with gluten-sensitive enteropathy, which is directed against dietary gliadin |
EN | AGA | |
EL | αντιγλοιαδινικό αντίσωμα | αντίσωμα του ορού το οποίο περιλαμβάνεται στις εξετάσεις για τη διάγνωση της κοιλιοκάκης |
EN | human leykocyte antigen | one of the most polymorphic genes in humans, with several thousand alleles encoding for functional polypeptides |
EN | HLA | |
EL | ανθρώπινο λευκοκυτταρικό αντιγόνο | ένα σύνολο πρωτεϊνών που βοηθούν το ανοσιακό σύστημα του οργανισμού να ταυτοποιήσει τα δικά του κύτταρα και να ξεχωρίσει μεταξύ του "ιδίου" και του "μη-ιδίου" |
EL | αντιγόνο ανθρώπινων λευκοκυττάρων | |
EN | adaptive immune response | a process that involves the binding of peptides and/or proteins present in the intestinal lamina propria to antigen-presenting cells, which leads to antibody production |
EL | επίκτητη ανοσολογική απόκριση | λειτουργία που σχετίζεται με τη δημιουργία ποικιλομορφίας στους υποδοχείς των T κυττάρων και την ενίσχυση συγκεκριμένων κυτταρικών πληθυσμών, ειδικών για το παθογόνο σαν αποτέλεσμα της έκθεσης σε αυτό |
EN | innate immune response | process that causes a primary impairment of villi in the small intestine, increasing epithelial permeability and allowing the entry of proteins from the lumen to the lamina propria |
EL | έμφυτη ανοσολογική απόκριση | φυσική ανοσία η οποία απαρτίζεται από κύτταρα και μηχανισμούς που έχουν ως στόχο την άμυνα του οργανισμού μετά από εισβολή ξένων οργανισμών κατά έναν μη ειδικό τρόπο |
EN | enteropathy-associated T cell lymphoma | a rare primary intestinal lymphoma which is often associated with celiac disease |
EN | EATL | |
EL | T-λέμφωμα σχετιζόμενο με εντεροπάθεια | σπάνιο νόσημα που προέρχεται από τα ενδοεπιθηλιακά T λεμφοκύτταρα του εντέρου και αναπτύσσεται κατά κανόνα επί εδάφους κοιλιοκάκης |
EN | lymphomagenesis | the growth and development of a lymphoma |
EL | λεμφωματογένεση | ανάπτυξη λεμφώματος εξαιτίας λοίμωξης |
EN | antireticulin antibody | antibody detected occasionally as part of the autoantibody screen, which may provide evidence of unsuspected coeliac disease |
EN | ARA | |
EL | αντίσωμα έναντι της δικτυωτής ουσίας | ένα από τα αντισώματα τα οποία ανιχνεύονται στον ορό ασθενών με κοιλιοκάκη όταν η διατροφή τους περιέχει γλουτένη |
EL | ARA | |
EN | extraintestinal manifestations of CD | conditions that are associated with celiac disease and are at least partially responsive to a gluten free diet |
EL | εξωεντερικές εκδηλώσεις της κοιλιοκάκης | συμπτώματα για τις περιπτώσεις κοιλιοκάκης οι οποίες δεν έχουν κλινικές εκδηλώσεις από το έντερο, αλλά αποκλειστικά από άλλα συστήματα |
EN | intestinal microbiota | the largest and most complex microbial community of the human body harboured in the digestive tract |
EL | εντερικό μικροβίωμα | κοινότητα των μικροοργανισμών που διαβιούν στη γαστρεντερική περιοχή ενός ατόμου, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως μικροχλωρίδα του εντέρου, και αποτελείται από μέλη των βακτηρίων, των ιών τους, των αρχαίων, των μυκήτων και των ευκαρυωτικών μικροοργανισμών |
EN | jejunal mucosa | surface area of the middle section of the small intestine which allows the absorption of nutrients |
EL | βλεννογόνος νήστιδας | τοίχωμα σε τμήμα του λεπτού εντέρου το οποίο απορροφά τα διασπασμένα μόρια της τροφής |
EN | mucosal surface | a semipermeable epithelial barrier that is reinforced by a variety of innate and adaptive immune mechanisms which play a central role in immune surveillance and protection against infection |
EL | επιφάνεια του βλεννογόνου | μια εσωτερική στοιβάδα επιθηλίου που χρησιμεύει ως προστατευτική επιφάνεια και τροποποιείται σε συγκεκριμένες περιοχές ώστε να εξυπηρετεί την έκκριση και την απορρόφηση |
EN | monoclonal antibody | antibody designed to specifically target a certain antigen, such as one on cancer cells |
EL | μονοκλωνικό αντίσωμα | αντίσωμα που παράγεται από έναν κλώνο Β-λεμφοκυττάρων και χρησιμοποιείται για την ανίχνευση ασθενειών ή εναντίον παθογόνων μικροοργανισμών και καρκινικών κυττάρων |
EN | self-antigen | any molecule or chemical group of an organism acting as an antigen in inducing antibody formation in another organism to which the healthy immune system of the parent organism is tolerant |
EL | αυτοαντιγόνο | ουσία που παράγεται από τον ίδιο τον οργανισμό και προκαλεί κάθε φορά ειδικά νοσήματα, τα αυτοάνοσα νοσήματα |
EN | infiltrative lesion | a Marsh type I lesion that comprises normal mucosal architecture with a lymphocytic infiltration of the villous epithelial layer |
EL | διηθητική βλάβη | αντιστοιχεί σε φυσιολογική αρχιτεκτονική του βλεννογόνου με λεμφοκυτταρική διήθηση της επιθηλιακής στιβάδας των λαχνών |
ΕΝ | hyperplastic lesion | a Marsh II lesion which includes crypt hyperplasia shown by crypt branching and elongation, and increased mitotic activity |
EL | υπερπλαστική βλάβη | υφίσταται εάν παρατηρείται μια υπερπλασία των κρυπτών που φαίνεται από την διακλάδωση των κρυπτών, επιμήκυνση και αυξημένη μιτωτική δραστηριότητα |
EN | destructive lesion | the hallmark of Marsh III lesion is villous atrophy |
EL | καταστροφική βλάβη | χαρακτηρίζεται από την ατροφία των λαχνών |
EN | celiac disease autoimmunity | a state defined as having persistent tissue transglutaminase antibody positivity on two or more sequential measurements done over time |
EN | CD autoimmunity | |
EL | αυτοανοσία στην κοιλιοκάκη | μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αλόγιστη ανάπτυξη μιας ή περισσοτέρων ανοσιακών απαντήσεων εναντίον αντιγονικών συστατικών του ίδιου του οργανισμού |
EN | stromal cell | a type of cell that makes up certain types of connective tissue |
EL | στρωματικό κύτταρο | πολυδύναμο κύτταρο με ογκοκατασταλτικές ιδιότητες |
EN | T-cell receptor | a T cell surface structure that is comprised of a disulfide-linked heterodimer of highly variable α and β chains expressed at the cell membrane |
EN | TCR | |
EL | T κυτταρικός υποδοχέας | μια ετεροδιμερής γλυκοπρωτεϊνη που αποτελείται από α και β αλυσίδες, καθεμιά από τις οποίες συνίσταται από δύο πεδία ομόλογα των πεδίων των ανοσοσφαιρινών |
EL | TCR | |
EN | immunofluorometric assay | a test which allows simultaneous determination of specific IgA and IgG in the serum |
EL | μέθοδος ανοσοφθορισμού | μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται φθορίζοντα αντισώματα για την ανίχνευση αντιγόνου ή αντισώματος σε ιστούς ή κύτταρα |
EN | intestinal villus | tiny, finger-like projection made up of cells that line the entire length of the small intestine |
EL | εντερική λάχνη | μικροσκοπική προεκβολή στην εσωτερική επιφάνεια του εντέρου αποτελούμενη από αγγεία και επιθηλιακά κύτταρα, των οποίων η κύρια λειτουργία είναι η απορρόφηση θρεπτικών συστατικών κατά τη διέλευση της τροφής από τον εντερικό σωλήνα |
EN | crypt hypertrophy | a finding in which the crypts appear enlarged |
EL | υπερτροφία κρυπτών | κατάσταση των κρυπτών του εντέρου κατά την οποία φαίνονται μεγαλύτερες, συνήθως στο τρίτο στάδιο κατά Marsh |
EN | gluten-specific CD4 + T cell | cell, present in the small intestinal lamina propria of patients with celiac disease, which is stimulated due to gluten consumption |
EL | εξειδικευμένο για τη γλουτένη CD4 + T κύτταρο | κύτταρο το οποίο αναγνωρίζει τα πεπτίδια γλουτένης και εμπλέκεται στην επίκτητη ανοσολογική απόκριση στη γλουτένη |
EN | immunoglobulin-producing cell | cell that differentiates so that one specialized cell and its progeny by mitosis are limited to produce immunoglobulin molecules with a single binding specificity |
EL | κύτταρο που παράγει ανοσοσφαιρίνες | Β-λεμφοκύτταρο που παράγει τις ανοσοσφαιρίνες, τα αντισώματα έναντι των αντιγόνων |
EN | secretory immunoglobulin A | antibodies that comprise the first line of antigen-specific immune defense, preventing access of commensal and pathogenic microorganisms and their secreted products into the body proper |
EN | secretory IgA | |
EN | SIgA | |
EL | εκκριτική ανοσοσφαιρίνη Α | υποκλάση της ανοσοσφαιρίνης Α η οποία παράγεται από τα Β λεμφοκύτταρα που βρίσκονται κοντά στα κύτταρα των βλεννογόνων και στη συνέχεια μεταφέρεται και απελευθερώνεται στις εξωκυττάριες εκκρίσεις |
EL | sIgA | |
EN | serum immunoglobulin A | a type of immunoglobulin A produced by B lymphocytes in the bone marrow and in some lymphoid organs |
EN | serum IgA | |
EL | IgA ορού | υποτάξη της ανοσοσφαιρίνης Α η οποία βρίσκεται στον ορό του αίματος |
ΕΝ | intestinal histology | the microscopic structure of the tissues of the intestine |
EL | ιστολογία του εντέρου | η μικροσκοπική δομή του ιστού του εντέρου |
EN | serum antibody | an essential component of innate and adaptive immunity whose composition is the result of tightly regulated differentiation of B lymphocytes into antibody-secreting plasma blasts and plasma cells |
EL | αντίσωμα ορού | αντίσωμα, παρόν στον ορό αίματος των ασθενών με κοιλιοκάκη, το οποίο στρέφεται έναντι συστατικών του εντερικού τοιχώματος |
EN | seronegativity | the lack of antibodies or other immune markers in serum that would indicate exposure to a particular organism or antigen |
EL | οροαρνητικότητα | αρνητικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που το επίπεδο των αντισωμάτων στον ορό είναι κάτω από την τιμή του κατωφλίου |
EN | autoreactive B cell | source of autoantibody which presents autoantigens to T cells and secretes proinflammatory cytokines |
EL | αυτοδραστικό Β κύτταρο | λεμφοκύτταρο του οποίου ο πολλαπλασιασμός και η ενεργοποίηση έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή αντισωμάτων έναντι ιδίων αντιγόνων |
EN | gastrointestinal pathogen | any virus, bacterium or parasite that can cause infections of the digestive system |
EL | εντερικό παθογόνο | παράγοντας ο οποίος προκαλεί εντερικές λοιμώξεις |