[su_note note_color=”#f39c12″][su_button url=”https://termcoord.eu/wp-content/uploads/2016/07/Thessaloniki_Univ.xls” style=”flat”]Download[/su_button] Get a more detailed table in Ms Excel format.[/su_note]
LANGUAGE | TERM | DEFINITION |
---|---|---|
en | 1.5 generation | young people who arrived in the country of destination during their secondary school career |
el | γενιά 1,5 | […]παιδιά που μετανάστευσαν σε πολύ μικρή ηλικία, πήγαν σχολείο και κοινωνικοποιήθηκαν [σε χώρα διαφορετική από την πατρίδα τους] […] |
en | acculturation | the processes of change in artifacts, customs, and beliefs that result from the contact of two or more cultures |
el | πολιτιστική επαγωγή | η πρόσκτηση και η ενσωμάτωση στον πολιτισμό ενός κοινωνικού συνόλου πολιτιστικών στοιχείων που προέρχονται από άλλο κοινωνικό σύνολο |
el | πολιτιστική διείσδυση | |
el | πολιτιστική αφομοίωση | |
el | επιπολιτισμός | η σταδιακή υιοθέτηση, από άτομα ή ομάδες που ανήκουν σε συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο, στοιχείων ενός ‘άλλου’ πολιτισμού |
en | anti-trafficking legislation | an integrated, holistic, and human rights approach to the fight against trafficking in human beings and when implementing it |
el | νομοθεσία κατά της εμπορίας ανθρώπου | η νομική βάση στην οποία εδράζονται οι διάφορες πολιτικές και τα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση του φαινομένου της εμπορίας προσώπων |
en | applicant in need of special procedural guarantees | an applicant whose ability to benefit from the rights and comply with the obligations provided for in the Directive 2013/32/EU is limited due to individual circumstances |
el | αιτών που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων | κάθε αιτών του οποίου η ικανότητα να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφωνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία περιορίζεται λόγω ιδιαίτερων περιστάσεων |
en | applicant with special reception needs | a vulnerable person […] who is in need of special guarantees in order to benefit from the rights and comply with the obligations provided for in the Directive 2013/33/EU |
el | αιτών με ειδικές ανάγκες υποδοχής | ευάλωτο πρόσωπο […] που χρειάζεται ειδικές εγγυήσεις ώστε να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπει η οδηγία 2013/33/ΕΕ |
en | arbitrary detention | detention which is contrary to the human rights provisions of the major international human rights instruments |
el | αυθαίρετη κράτηση | […] η μη εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων αντί της κράτησης , η έλλειψη αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, καθώς και η υπερβολική διάρκεια της κράτησης |
en | asset forfeiture | the governmental taking of property due to its, or its owner's, involvement in criminal activity, such as the impounding of a vehicle used for smuggling or trafficking alinens into a State |
el | κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου | η κυβερνητικη κατάσχεση περιουσίας ατόμων, εμπλεκόμενων σε εγκληματικές δράσεις[…] |
el | δήμευση περιουσιακού στοιχείου | |
en | Assisted Voluntary Return and Reintegration | reintegration measures and initiatives taken by each Member State towards the countries of origin or transit to ensure a sustainable return of the irregular migrants |
en | AVRR | |
el | υποστηριζόμενη εθελοντική επιστροφή και επανένταξη | |
el | υποβοηθούμενη εκούσια επιστροφή και η επανένταξη | |
el | υποστηριζόμενη οικειοθελής επιστροφή και επανένταξη | |
en | Assisted Voluntary Return | orderly, humane and cost-effective return and reintegration of migrants who either have applied for asylum or have seen their asylum applications rejected, and other migrants currently residing or stranded in host countries who are willing to return voluntarily to their country of origin. |
en | AVR | |
el | υποστηριζόμενη οικιοθελής επιστροφή | |
en | Asylum, Migration and Integration Fund | |
en | AMIF | |
el | Ταμείο Ασύλου,Μετανάστευσης και Ένταξης | |
en | Asylum Information Database | an ECRE-led project assessing the asylum systems and the situation of asylum seekers in 14 EU Member States |
en | AIDA | |
el | Βάση Δεδομένων Ασύλου | |
en | asylum interview | the personal interview held by the first instance authority |
el | συνέντευξη ασύλου | προσωπική[ς] συνέντευξη[ς] σχετικά με την αίτηση ασύλου με πρόσωπο αρμόδιο, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, για τη διεξαγωγή ανάλογων συνεντεύξεων |
en | asylum seeker card | a new special asylum seeker’s card, valid for 4 months |
el | δελτίο αιτήσαντος άσυλο αλλοδαπού | ειδικό ατομικό δελτίο, το οποίο φέρει τη φωτογραφία τους και τους επιτρέπει την παραμονή στην ελληνική επικράτεια μέχρι την ημερομηνία λήψης συνέντευξης που τους έχει καθοριστε |
en | Bali process | an international forum dealing with smuggling of migrants and trafficking in human beings, participated in by over 50 countries in the Asia-Pacific region and beyond |
el | διαδικασία του Μπαλί | [διαδικασία] που προωθεί μια πιο διευρυμένη προσέγγιση σε περίπλοκες μετακινήσεις πληθυσμών και προσφύγων |
en | beneficiary of international protection | […]a person who has been granted refugee status or subsidiary protection status |
el | δικαιούχος διεθνούς προστασίας | |
en | person eligible for subsidiary protection | a third country national or a stateless person who does not qualify as a refugee but in respect of whom substantial grounds have been shown for believing that the person concerned, if returned to his or her country of origin, or in the case of a stateless person, to his or her country of former habitual residence, would face a real risk of suffering serious harm as defined in Article 15 [of the Directive 2004/83/EC], and to whom Article 17(1) and (2) [of the same Directive] do not apply, and is unable, or, owing to such risk, unwilling to avail himself or herself of the protection of that country |
el | πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία | ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 [της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου], και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2[της ίδιας Οδηγίας], και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας |
en | biopolitics | the increasing state concern with the biological well-being for the population, including disease control and prevention, adequate food and water supply, sanitary shelter, and education, which aims at regulating and controlling life |
el | βιοπολιτική | πολιτικοποίηση της ζωής στο στενά βιολογικό της επίπεδο |
en | biopower | a political technology for managing entire populations as a group, essential to modern capitalism etc., contrasting with traditional modes of power based on the threat of death from a sovereign |
el | βιοεξουσία | εξουσία που διαχειρίζεται τη ζωή |
en | bona fide applicant | an individual applicant known to the consulate for his integrity and reliability, (in particular the lawful use of previous visas), and for whom there is no doubt that he will fulfil the entry conditions at the time of the crossing of the external borders of the Member States |
el | αιτών καλή τη πίστη | το άτομο, που πράγματι έχει την πρόθεση να εισέλθει σε ένα Κράτος με έννομο σκοπό |
en | border authority | […]the competent authorities assigned, in accordance with national law, to carry out checks on persons at the external border crossing points in accordance with the Schengen Borders Code |
el | συνοριακή αρχή | […]οι αρμόδιες αρχές στις οποίες έχει ανατεθεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να διενεργούν ελέγχους προσώπων στα σημεία διέλευσης των εξωτερικών συνόρων, σύμφωνα με τον κώδικα συνόρων του Σένγκεν |
en | visa authority | the authorities which are responsible in each Member State for examining and for taking decisions on visa applications or for decisions whether to annul, revoke or extend visas, including the central visa authorities and the authorities responsible for issuing visas at the border in accordance with the Visa Code |
el | αρχή θεώρησης | οι αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες σε κάθε κράτος μέλος να εξετάζουν και να λαμβάνουν απόφαση για αιτήσεις θεώρησης ή αποφάσεις ακύρωσης, ανάκλησης ή παράτασης θεωρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών αρχών θεωρήσεων και των αρχών που είναι αρμόδιες για τη χορήγηση θεωρήσεων στα σύνορα σύμφωνα με τον κώδικα θεωρήσεων |
en | case processing | processing of application and documentation submitted by migrants in order to be granted a residence permit |
el | επεξεργασία δεδομένου | καταχώριση δεδομένων εισόδου και εξόδου των υπηκόων τρίτων χωρών που διέρχονται από τα εξωτερικά σύνορα κρατών |
en | cessation clause | |
el | ρήτρα παύσης | [...]οι συνθήκες κάτω από τις οποίες επέρχεται η παύση της ιδιό- τητας του πρόσφυγα |
el | ρήτρα περί παύσεως υπαγωγής στο καθεστώς πρόσφυγα | |
en | chain migration | the practice where those who have settled on a family reunification basis can themselves sponsor further family members, consistent with ECHR obligations |
el | αλυσιδωτή μετανάστευση | […]η διαδιακασία κατά την οποία οι μετανάστες τείνουν να ακολουθήσουν εκείνους που έχουν ήδη πάει πριν απ΄αυτούς |
en | change of status | a change in one’s primary purpose for being in the [country] |
en | COS | |
el | αλλαγή καθεστώτος (παραμονής) | η διαδικασία, κατά την οποία ένας αλλοδαπός εκφράζει την επιθυμία του να αλλάξει το μεταναστευτικό καθεστώς παραμονής του στη χώρα υποδοχής του |
en | community based approach | […]a way of working that is based on an inclusive partnership with communities of persons of concern that recognizes their resilience, capacities and resources |
el | προσέγγιση σε επίπεδο κοινότητας | |
en | continental migration | migration within the continent |
en | intra-continental migration | being within a particular continent |
en | cross-continental migration | |
el | ηπειρωτική μετανάστευση | |
en | corrective rape | a brutal act of violence in which African women and teenagers who are, or are at least assumed to be, lesbians are raped to ‘cure’ them of their homosexuality |
el | διορθωτικός βιασμός | [...] εγκληματική πρακτική, όπου ένας άνδρας βιάζει μια λεσβία, υποτίθεται ως ένα μέσο “ίασης” της γυναίκας για το σεξουαλικό της προσανατολισμό. |
en | cultural mediator | [...] professionals who have been trained to facilitate the relations between migrants and citizens in the host country, aiming at the mutual exchange of knowledge and the establishment of positive relations between individuals of different cultural backgrounds and ethnic origins |
en | CM | |
en | intercultural mediator | |
el | διαπολιτισμικός μεσολαβητής | [...] επαγγελματίες που έχουν λάβει εκπαίδευση ώστε να διευκολύνουν τις σχέσεις μεταξύ μεταναστών και πολιτών της κοινωνίας υποδοχής, επιδιώκοντας την αμοιβαία ανταλλαγή γνώσεων και την εγκατάσταση θετικών σχέσεων μεταξύ ατόμων με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και κουλτούρα |
el | ΔΜ | |
el | διαπολιτισμικός διαμεσολαβητής | |
el | πολιτισμικός διαμεσολαβητής | ένα τρίτο άτομο που προσπαθεί να επιλύσει τις πολιτισμικές συγκρούσεις, γεφυρώνοντας και προωθώντας την επικοινωνία, ανταλλάσσοντας γνώση και αμοιβαία κατανόηση, και υποστηρίζοντας την αλληλεξάρτηση σε θέματα διαφορετικών πολιτισμικών υποβάθρων |
el | πολιτισμικός μεσολαβητής | |
en | cultural integration | […] the process by which the behavior and attitudes of individuals change as they develop competence in and understanding of the language, culture, and social mores of the dominant group in the receiving society |
el | πολιτισμική ενσωμάτωση | αποδοχή εκ μέρους των μεταναστών του κυρίαρχου πολιτιστικού πλαισίου, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί, έπειτα από πολύχρονες διαδικασίες, από την πλειονότητα του αυτόχθονος λαού |
en | cultural orientation | […] the degree to which individuals are influenced by and actively engage in the traditions, norms, and practices of a specific culture |
el | πολιτισμικός προσανατολισμός | [ο] προσανατολισμό[ς] των μεταναστών στην κουλτούρα της χώρας προέλευσης ή της χώρας καταγωγής |
en | cultural relativism | […] the principle that an individual human's beliefs and activities should be understood by others in terms of that individual's own culture |
el | πολιτισμικός σχετικισμός | |
en | culture shock | a sense of confusion and uncertainty sometimes with feelings of anxiety that may affect people exposed to an alien culture or environment without adequate preparation |
el | πολιτισμικό σοκ | σοκ που προκύπτει από το άγχος που πηγάζει από την απώλεια όλων των οικείων σημάτων και συμβόλων ή των κοινωνικών επαφών |
en | de facto partner | a union existing as a matter of fact |
el | de facto σύντροφος | ένας αναπτυσσόμενος αριθμός Κρατών, που αναγνωρίζουν όχι μόνο τις συζυγικές σχέσεις, αλλά επίσης ορισμένες σχέσεις μεταξύ ανύπαντρων ενηλίκων, για τους σκοπούς έκδοσης μόνιμης άδειας παραμονής ή κάποιου άλλου μεταναστευτικού καθεστώτος στα άτομα αυτά |
el | μόνιμος σύντροφος | |
en | detention of minor | |
el | κράτηση ανηλίκου | […]κράτηση μετά την σύλληψη για παράνομη είσοδο, την αποχή του εισαγγελέα πλημμελειοδικών από την άσκηση δίωξης βάση του άρθρου 83 του ν. 3386/20005 και την έκδοση διοικητικής απόφασης απέλασης από τον οικείο Αστυνομικό Διευθυντή(άρθρο 76) |
en | diaspora bond | a debt instrument issued by a country – or potentially, a sub-sovereign entity or even a private corporation – to raise financing from its overseas diaspora |
el | ομόλογο διασποράς | |
en | differential exclusion | the acceptance of immigrants only within strict functional and temporal limits |
el | διαφορικός αποκλεισμός | [...]ο χωρισμός ή η απομάκρυνση δια της βίας μιας ομάδας από το κύριο ρεύμα της κοινωνίας |
en | disaster-induced displacement | the forced displacement of men, women and children from their homes as a result of natural hazard-induced disasters |
el | αναγκαστική μετακίνηση εξαιτίας μεγάλων φυσικών καταστροφών | |
en | displacement of people | the forced movement of people from their locality or environment and occupational activities |
el | μετατόπιση ανθρώπου | |
en | document abuse | [...] when an employer either demands that a worker produce more or different documents that those identified in the Form I-9 process or refuses to honor documents tendered that seem reasonably genuine on their face, based on national origin or citizenship status of a worker |
el | κατάχρηση εγγράφου | |
en | documented migrant | a migrant who entered a country lawfully and remains in the country in accordance with his or her admission criteria |
el | μετανάστης με νόμιμα έγγραφα | ο μετανάστης που εισέρχεται στη χώρα νόμιμα και παραμένει στη χώρα, σύμφωνα με τα κριτήρια εισόδου |
en | e-border | fully automated border checks, comprehensive systems of entry-exit control, air passenger surveillance and electronic travel authorisation, high-tech border installations and virtual fences |
el | ηλεκτρονικά σύνορα | πλήρως αυτοματοποιημένοι συνοριακοί έλεγχοι, ολοκληρωμένα συστήματα ελέγχου εισόδου/εξόδου, επιτήρηση επιβατών αεροπορικών γραμμών και ηλεκτρονική ταξιδιωτική άδεια, συνοριακές εγκαταστάσεις υψηλής τεχνολογίας και εικονικές περιφράξεις |
en | enculturation | the process by which individuals acquire the knowledge, skills, attitudes, and values that enable them to become functioning members of their societies |
el | πολιτισμοποίηση | [...] η διαδικασία κατά την οποία μεταβιβάζονται στο άτομο η γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και γενικά στάσεις και συμπεριφορές που απαρτίζουν τον πρωταρχικό του πολιτισμό και που το καθιστούν ικανό να κατανοεί και να επικοινωνεί με τα άλλα μέλη της κοινωνίας του |
el | πολιτισμική μεταβίβαση | |
en | ethnic victimization | bullying that targets another's ethnic background or cultural identity in any way |
el | εθνοτική θυματοποίηση | |
el | θυματοποίηση λόγω της εθνοτικής καταγωγής | |
el | θυματοποίηση με βαση την εθνότητα | |
en | ethnic origin | the ancestral race that an individual belongs to, as opposed to their current nationality |
el | εθνοτική καταγωγή | προσπάθεια κατάταξης των ανθρώπων, όχι ανάλογα με τη σημερινή τους υπηκοότητα, αλλά σύμφωνα με εκείνη των προγόνων τους |
en | exclusion clause | the circumstances in which a person is excluded from the application of the 1951 Convention although meeting the positive criteria of the inclusion clauses |
el | ρήτρα αποκλεισμού | διατάξεις που αποκλείουν από την προστασία του καθεστώτος του πρόσφυγα όσους πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις |
en | exploitation of criminal activity | […] the exploitation of a person to commit, inter alia, pick-pocketing, shop-lifting, drug trafficking and other similar activitieswhich are subject to penalties and imply financial gain |
el | εκμετάλλευση εγκληματικής δραστηριότητας | […] εκμετάλλευση προσώπου για τη διάπραξη, μεταξύ άλλων, μικροκλοπών, κλοπών σε καταστήματα, λαθρεμπορίου ναρκωτικών και άλλων παρόμοιων δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε κυρώσεις και ενέχουν οικονομικά οφέλη |
en | externally displaced person | persons who have fled their country due to persecution, generalized violence, armed conflict situations or other man-made disasters |
el | εκτοπισμένο άτομο (εκτός της χώρας του) | άτομα που έχουν τραπεί σε φυγή από τη χώρα τους, εξαιτίας διωγμού, βίας, καταστάσεων ένοπλων συρράξεων ή άλλων καταστροφών |
en | family tracing | the purpose of trying to restore (or sustain) family relationships by locating relatives who, for whatever reason, have become out of touch |
el | εντοπισμός οικογένειας | |
en | well-founded fear of persecution | |
el | βάσιμος και διακιολογημένος φόβος δίωξης | |
en | feminization of migration | the growing participation of women in migration |
el | θηλυκοποίηση της μετανάστευσης | η συμμετοχή των γυναικών στην μετανάστευση |
en | foreignness | the quality of being, appearing, or being perceived as foreign |
el | αλλοδαπότητα | |
en | frontloading | the policy of providing asylum determination systems with the requisite resources and expertise to make accurate and properly considered decisions at the first instance stage of the procedure |
el | επικέντρωση στην αρχή της διαδικασίας | η διάθεση των κατάλληλων πόρων υπέρ της ποιότητας της λήψης αποφάσεων σε πρώτο βαθμό για να γίνουν οι διαδικασίες περισσότερο δίκαιες και αποτελεσματικές |
en | grief work | bereaved individual's efforts to accept reality of loss |
el | επεξεργασία θλίψης | περίοδος βαθιάς θλίψης και πένθους, όπου το άτομο έχει την ευκαιρία να αφομοιώσει τα συναισθήματα της προσωπικής απώλειας μέσα στη δομή του Εγώ και να διαπλάσει μια νέα ταυτότητα |
en | ground of inadmissibility | definitions set forth in migration law or regulations, of reasons for which non-nationals may be prohibited from entering the State |
el | λόγος άρνησης εισόδου | ό, τι ορίζει ο νόμος και οι διατάξεις του ως αιτίες απαγόρευσης της εισόδου ενός αλλοδαπού σε ένα Κράτος, ακόμα και στην περίπτωση όπου ένα πρόσωπο πληρεί τις προϋποθέσεις για βίζα ή κάποιο άλλο μεταναστευτικό καθεστώς |
en | guardian | A person who is legally responsible for the care of someone who is unable to manage their own affairs, especially a child whose parents have died |
el | κηδεμόνας | αυτός που έχει τη φροντίδα και την επίβλεψη ανήλικου παιδιού, είτε αυτός είναι ο ένας γονέας είτε κάποιος άλλος, όταν απουσιάζουν ή έχουν πεθάνει οι γονείς |
en | host population | |
el | πληθυσμός υποδοχής | |
en | host society | residents (both nationals and non-nationals) of a (national/regional/local) community within a Member State |
el | κοινωνία υποδοχής | |
en | humanitarian status | |
el | ανθρωπιστικό καθεστώς | άδεια διαμονής για ιδιαιτέρως ανθρωπιστικούς λόγους σε αλλοδαπούς των οποίων η αίτηση ασύλου απορρίφθηκε οριστικά και αδυνατούν να αναχωρήσουν [από μια χώρα] |
en | immigration inspector | |
el | επιθεωρητής μετανάστευσης | ανώτερος αξιωματούχος του Ηνωμένου Βασιλείου στην υπηρεσία συνόρων, με εξουσία σύλληψης παρανόμων μετάναστών |
en | inclusion clause | the criteria that a person must satisfy in order to be a refugee |
el | ρήτρα υπαγωγής | τα κριτήρια που εφαρμόζονται για τον καθορισμό του καθεστώτος του πρόσφυγα |
en | inclusive growth | empowering people through high levels of employment, investing in skills, fighting poverty and modernising labour markets, training and social protection systems so as to help people anticipate and manage change, and build a cohesive society |
el | ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς | [η] παροχή δυνατοτήτων στους πολίτες μέσω υψηλών επιπέδων απασχόλησης, [η] επένδυση σε δεξιότητες, [η] καταπολέμηση της φτώχειας και [ο] εκσυγχρονισμός των αγορών εργασίας, της κατάρτισης και των συστημάτων κοινωνικής προστασίας που βοηθούν τους πολίτες να προετοιμαστούν και να διαχειριστούν τις αλλαγές με σκοπό την οικοδόμηση μιας συνεκτικής κοινωνίας |
en | independent right of residence | |
el | αυτοτελές δικαίωμα διαμονής | το δικαίωμα διαμονής των μελών οικογένειας πολίτη τρίτης χώρας που έχουν γίνει δεκτά στην ελληνική επικράτεια για λόγους οικογενειακής επανένωσης το οποίο διατηρείται αποκλειστικά σε προσωπική βάση |
en | instrument for the admission of immigrant | |
el | πράξη για την εισδοχή μετανάστη | |
en | intercontinental migration | [migration] between continents |
en | extra-continental migration | |
el | διηπειρωτική μετανάστευση | |
en | internal displacement | a situation in which persons or groups of persons […]have been forced or obliged to flee or to leave their homes or places of habitual residence, in particular as a result of or in order to avoid the effects of armed conflict, situations of generalised violence, violations of human rights or natural or human-made disasters, and who have not crossed an internationally recognised state border |
el | εσωτερικός εκτοπισμός | αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών […] μέσα στην ίδια τους τη χώρα |
en | internally displaced person | |
en | IDP | |
el | εσωτερικά εκτοπισμένο άτομο | τα άτομα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω ανθρωπογενών (π.χ. πόλεμος) ή φυσικών καταστροφών, όμως σε αντίθεση με τους πρόσφυγες, δεν έχουν διασχίσει διεθνή σύνορα, αλλά παρέμειναν στην πατρίδα τους |
el | ΕΕΑ | |
en | intimate partner violence | [the] behaviour by an intimate partner or ex-partner that causes physical, sexual or psychological harm, including physical aggression, sexual coercion, psychological abuse and controlling behaviours |
en | IPV | |
el | συντροφική βία | σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική βία ή απειλή τέτοιων πράξεων, συμπεριλαμβανομένων του βιασμού και του συζυγικού βιασμού, η οποία ασκείται από τους μόνιμους ή περιστασιακούς συντρόφους ή πρώην συντρόφους, συζύγους ή πρώην συζύγους, συνοίκους ή πρώην συνοίκους, του ίδιου ή διαφορετικού φύλου ή ασκείται εναντίον των μονίμων ή περιστασιακών συντρόφων ή πρώην συντρόφων, συζύγων ή πρώην συζύγων, συνοίκων ή πρώην συνοίκων, του ίδιου ή διαφορετικού φύλου |
en | intra-EU mobility | the possibility for one person to move to another member state in order to seek a job, and reside there for this purpose |
el | κινητικότητα εντός της ΕΕ | κινητικότητα των ενδοεταιρικώς μετατιθεμένων εντός της Ένωσης |
en | large-scale migration | |
el | μετανάστευση μεγάλης κλίμακας | |
en | legal guardian | a ‘qualified representative’ who must have experience in dealing with minors and a knowledge of national alien law and child protection legislation |
el | νόμιμος κηδεμόνας | «ειδικευμένος αντιπρόσωπος» με πείρα στις υποθέσεις ανηλίκων και γνώση της εθνικής νομοθεσίας για τους αλλοδαπούς και για την προστασία των ανηλίκων και με αρμοδιότητα εκπροσώπησης του παιδιού σε όλες τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι το παιδί συναινεί |
en | right of access to justice | the right to go to court, or to an alternative dispute resolution body, and to obtain a remedy when [someone's] rights are violated |
el | δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη | το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη ή σε οργανισμό εναλ λακτικής επίλυσης διαφορών, καθώς και το δικαίωμα αποκατάστασης όταν παραβιάζονται τα δικαιώματά [κάποιου] |
en | long-term migrant | […]any person who changes their country of usual residence for 12 months or more, so that their country of destination becomes, in effect, their new country of residence |
el | μακροχρόνιος πρόσφυγας | […] κάθε πρόσωπο το οποίο αλλάζει την χώρα συνήθους κατοικίας του για τουλάχιστον 12 μήνες, έτσι ώστε, στην πράξη, η χώρα προορισμού του καθίσταται η νέα χώρα κατοικίας του |
en | lookout system | a State’s official list, usually (but not necessarily) automated, of persons who should be prevented from entering the country or who should be arrested upon arrival |
en | national list of alerts | |
el | λίστα ανεπιθύμητων αλλοδαπών | η επίσημη λίστα ενός Κράτους με τα πρόσωπα που δε θα πρέπει να εισέλθουν στη χώρα ή που θα πρέπει να συλληφθούν κατά την άφιξή τους στη χώρα αυτή |
el | εθνικός κατάλογος ανεπιθύμητων(αλλοδαπων) | |
el | Ε.Κ.ΑΝ.Α. | |
en | mandate refugee | a person who has been recognised as a refugee by, and given protection of, the United Nations High Commissioner for Refugees (UNHCR) |
el | πρόσφυγας εντολής | [ο πρόσφυγας] που εμπίπτει στην εντολή του Ύπατου Αρμοστή για τους Πρόσφυγες του Ο.Η.Ε. και προστατεύεται από αυτόν, σύμφωνα με τα κριτήρια του σχετικού Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας |
en | manifestly unfounded or abusive application | […]applications for refugee status by persons who clearly have no valid claim to be considered refugees under the relevant criteria[…] |
el | προφανώς αβάσιμη ή καταχρηστική αίτηση | αιτήσεις που θεωρούνται τόσο προφανώς αβάσιμες, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη σε βάθος εξέτασής τους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας |
el | προδήλως αβάσιμη αίτηση | |
en | material reception condition | […] the reception conditions that include housing, food and clothing provided in kind, or as financial allowances or in vouchers, or a combination of the three, and a daily expenses allowance |
el | υλική συνθήκη υποδοχής | οι συνθήκες υποδοχής που περιλαμβάνουν την παροχή στέγης, τροφής και ρουχισμού, σε είδος ή υπό μορφή οικονομικού βοηθήματος ή δελτίων, ή συνδυασμό των τριών, καθώς και ένα βοήθημα για τα καθημερινά έξοδα |
en | member of minority | a person who, while having his or her origin in another country, has become a national of the host country, either by birth or by naturalization |
el | μέλος μειονότητας | το άτομο, το οποίο ενώ έχει την καταγωγή μιας άλλης χώρας, απέκτησε την εθνικότητα της χώρας φιλοξενίας του είτε λόγω της γέννησής του σε αυτήν, είτε εξαιτίας πολιτογράφησης |
en | Migrant Resource Centre | |
en | MRC | |
el | Κέντρο Μεταναστευτικών Πόρων | |
en | migrant smuggling | a crime involving the procurement, in order to obtain, directly or indirectly, a financial or other material benefit, of the illegal entry of a person into a State Party of which the person is not a national or a permanent resident |
el | παράνομη διακίνηση μεταναστών | η επίτευξη της παράνομης εισόδου ενός προσώπου σε ένα κράτος μέρος, του οποίου το πρόσωπο αυτό δεν είναι υπήκοος ή μόνιμος κάτοικος, με σκοπό την απόκτηση, αμέσως ή εμμέσως, οικονομικού ή άλλου οφέλους |
en | migrant stock | the number of people born in a country other than that in which they live |
el | μεταναστευτικό απόθεμα | ο συνολικός αριθμός μεταναστών στη χώρα υποδοχής |
en | migration crisis | crisis with migration dimensions |
el | μεταναστευτική κρίση | |
en | migration governance | the regulation that shapes human mobility and the response of States to migration |
el | διακυβέρνηση της μετανάστευσης | |
en | migration pattern | |
el | μεταναστευτικό πρότυπο | |
en | migration regime | [...] system of laws, both national and international, as well as regulations and policies that have an impact on the lives of migrants as they flee their country of origin because of violence or persecution, move through various countries, and finally attempt to settle in a destination country or region they deem safe |
el | μεταναστευτικό καθεστώς | […] ένα πλέγμα τυπικών και άτυπων κανόνων, θεσμών, ρυθμίσεων, χαρακτηριστικών των μεταναστών και διαδικασιών λήψης αποφάσεων για τις μεταναστευτικές ροές και το απόθεμα της χώρας υποδοχής |
en | migration trend | |
el | μεταναστευτική τάση | |
en | Migration, Asylum, Refugees Regional Initiative | an initiative which deals with the issues of migration management in the Western Balkans by promoting closer regional cooperation and a comprehensive, integrated, and coherent approach to the issues of migration, asylum, border management, visa policies and consular cooperation, refugee return and settlement in order to meet international and European standards |
en | MARRI | |
el | Περιφερειακό Κέντρο Πρωτοβουλιών στον τομέα της Μετανάστευσης, του Ασύλου και της Επιστροφής των Προσφύγων | |
en | contemporary migration | |
en | modern migration | |
el | σύγρονη μετανάστευση | [η] μεταβολή του τόπου εγκατάστασης ενός ατόμου ή ενός κοινωνικού συνόλου που παρατηρείται στα πλαίσια της σύγχρονης βιομηχανικής εποχής |
en | modern slavery | |
el | σύγχρονη δουλεία | η κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τη βία, αναγκάζονται να δεχτούν θέσεις εργασίας ή συνθήκες υποταγής, δεν αμείβονται αλλά απλώς τους δίνεται το ελάχιστο για να επιβιώσουν, με αποτέλεσμα να μην είναι ελεύθεροι να φύγουν από τους δεσμώτες τους |
en | moral panic | an instance of public anxiety or alarm in response to a problem regarded as threatening the moral standards of society |
el | ηθικός πανικός | […]έντονο, αρνητικό συναίσθημα που καταλαμβάνει μια μεγάλη κοινωνική ομάδα, πολλές φορές μια ολόκληρη κοινωνία, και το οποίο κάνει τα μέλη της να φοβούνται αλόγιστα πως κινδυνεύει η κοινωνική συνοχή |
en | mutual information mechanism | a mechanism for the mutual exchange of information concerning national measures in the areas of asylum and immigration that are likely to have a significant impact on several Member States or on the European Union as a whole |
en | MIM | |
el | μηχανισμός αμοιβαίας πληροφόρησης | μηχανισμό[ς] για την αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εθνικά μέτρα στους τομείς του ασύλου και της μετανάστευσης τα οποία έχουν πιθανώς σημαντικό αντίκτυπο σε πλείονα κράτη μέλη ήστο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
en | Nansen passport | a certificate of identity for use as a travel document, issued to refugees under the provisions of prewar instruments |
el | διαβατήριο Νάνσεν | ταυτότητα που χρησίμευσε ως ταξιδιωτικό έγγραφο και χορηγούνταν σε πρόσφυγες σύμφωνα με τις διατάξεις των κειμένων που ίσχυαν πριν από τον πόλεμο |
en | national alien law | |
el | εθνική νομοθεσία περί αλλοδαπού | |
en | national refugee | persons who might otherwise qualify for refugee status and who have been received in a country where they have been granted most of the rights normally enjoyed by nationals, but not formal citizenship |
el | εθνικός πρόσφυγας | πρόσωπα εκείνα που κατά τα λοιπά συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις για την αναγνώρισή τους ως πρόσφυγες και έχουν γίνει δεκτά σε μια χώρα στην οποία τους απονεμήθηκαν τα περισσότερα από τα δικαιώματα που κανονικά απολαύουν οι πολίτες τους, αλλά όχι η πλήρης ιθαγένεια |
en | one person-one passport | |
el | ένα άτομο-ένα διαβατήριο | |
en | one-stop-shop | a holistic strategy of mainstreaming the provision of immigration services, facilitating the integration process |
el | υπηρεσία μιας στάσης | σημεί[α] υποδοχής, όπου κατατίθενται οι αιτήσεις πολιτών τρίτων χωρών για τη χορήγηση και την ανανέωση της άδειας διαμονής τους |
en | orderly migration | the movement of a person from his or her usual place of residence to a new place of residence, in keeping with the laws and regulations governing exit from the country of origin and travel, transit, and entry into the host country |
el | τακτική μετανάστευση | η μετακίνηση ενός προσώπου από το σύνηθες τόπο διαμονής του σε έναν νέο, σεβόμενο τους νόμους και τις οδηγίες περί εξόδου από τη χώρας καταγωγής του, το ταξίδι και την είσοδό του στη χώρα υποδοχής |
el | εύτακτη μετανάστευση | |
el | ομαλή μετανάστευση | |
en | pay-to-go scheme | policies designed to encourage unauthorized immigrants to leave without the cost, legal barriers and political obstacles that result from removals or forced returns |
el | πρόγραμμα εθελοντικού επαναπατρισμού | |
en | person eligible for subsidiary protection | a third country national or a stateless person who does not qualify as a refugee but in respect of whom substantial grounds have been shown for believing that the person concerned, if returned to his or her country of origin, or in the case of a stateless person, to his or her country of former habitual residence, would face a real risk of suffering serious harm as defined in Article 15, and to whom Article 17(1) and (2) do not apply, and is unable, or, owing to such risk, unwilling to avail himself or herself of the protection of that country |
el | πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία | ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας· |
en | personal right of residence | |
el | προσωποπαγές δικαίωμα διαμονής | το δικαίωμα διαμονής των μελών οικογένειας Έλληνα που διατηρείται αποκλειστικά σε προσωπική βάση |
en | pre-departure medical screening | screening for inadmissible medical conditions (e.g., active tuberculosis), as well as presumptive pre-departure treatment for malaria and intestinal parasites, when appropriate |
en | PDMS | |
el | ιατρικές εξετάσεις πριν την έκδοση μεταναστευτικής θεωρήσεως. | πριν την έκδοση της μεταναστευτικής θεωρήσεως (βίζας), κάθε υποψήφιος μετανάστης, ασχέτως ηλικίας πρέπει να περάσει από ιατρική εξέταση |
en | prima faciae refugee | the recognition by a State of refugee status on the basis of the readily apparent, objective circumstances in the country of origin giving rise to exodus |
el | πρόσφυγας εκ πρώτης όψεως | |
en | principle of family unity | [the] right to family reunification |
el | αρχή της οικογενειακής ενότητας | τα απαραίτητα µέτρα για την προστασία της οικογένειας του πρόσφυγα |
en | metaklisi | the system of inviting a foreign worker |
el | μετάκληση | διαδικασία, με την οποία καθίσταται δυνατή η είσοδος και διαμονή πολίτη τρίτης χώρας για παροχή εξαρτημένης εργασίας στην Ελλάδα, σε συγκεκριμένο εργοδότη και για ορισμένο είδος απασχόλησης |
en | psychosocial adjustment | the process in which a person with a disability moves from a state of disablement to a state of enablement and is characterized by the transformation from negative to positive well-being |
el | ψυχοκοινωνική προσαρμογή | |
en | push and pull factor | |
el | παράγοντας απώθησης και έλξης | |
en | Rabat Process | […] a balanced, pragmatic and operational mechanism of cooperation among countries of origin, transit and destination of migrants coming from West and Central Africa |
el | Διαδικασία του Ραμπάτ | |
en | racial segregation | the practice of restricting people to certain circumscribed areas of residence or to separate institutions (e.g., schools, churches) and facilities (parks, playgrounds, restaurants, restrooms) on the basis of race or alleged race |
el | φυλετικός διαχωρισμός | |
en | apartheid | policy that governed relations between South Africa's white minority and nonwhite majority and sanctioned racial segregation and political and economic discrimination against nonwhites |
el | απαρτχάιντ | πολιτική φυλετικών διακρήσεων στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία |
en | voluntary re-availment of national protection | the situation in which a refugee voluntarily seeks and obtains from the authorities of his or her country of origin a form of diplomatic protection available only to nationals of that country, such as the issuance or renewal of a national passport, may thereby cease to be in need of such status |
el | oικειοθελής εκ νέου εξασφάλιση εθνικής προστασίας | [η] περίπτωση κατά την οποία ένας πρόσφυγας επιζητεί οικειοθελώς και εξασφαλίζει από τις αρχές της χώρας καταγωγής του μία μορφή διπλωματικής προστασίας την οποία δικαιούνται μόνο οι υπήκοοι της εν λόγω χώρας (π.χ. έκδοση ή ανανέωση της ισχύος εθνικού διαβατηρίου), οπότε είναι δυνατό να γίνει δεκτό ότι το συγκεκριμένο άτομο δεν χρειάζεται πια το καθεστώς του πρόσφυγα |
en | red-white-red card | entitles third-country nationals to fixed-term settlement and unlimited labour market access (self-employment and gainful employment not limited to a specific employer) |
el | δελτίο κόκκινο-άσπρο-κόκκινο | το ειδικό νομιμοποιητικό έγγραφο που χορηγείται στους αιτούντες άσυλο |
en | reflection period | a time period during which presumed trafficked persons are afforded legal status and protection from detention and deportation measures |
en | reflection delay | |
el | προθεσμίας περίσκεψης | |
en | refugee flow | |
el | ροή προσφύγων | |
en | international refugee law | |
el | διεθνές προσφυγικό δίκαιο | […] βασικές αρχές της διεθνούς προστασίας των προσφύγων |
el | διεθνές δίκαιο περί προσφύγων | |
en | Refugee Status Determination | the legal or administrative process by which governments or UNHCR determine whether a person seeking international protection is considered a refugee under international, regional or national law |
en | RSD | |
el | καθορισμός καθεστώτος του πρόσφυγα | η διαδικασία με την οποία ένα κράτος ή η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εξετάζει εάν είναι πρόσφυγας, κατά την έννοια του ισχύοντος ορισμού της έννοιας του πρόσφυγα, ο αιτών άσυλο ή το πρόσωπο που καθ' οιονδήποτε τρόπο έχει εκφράσει την ανάγκη διεθνούς προστασίας |
en | regional consultative process on migration | […] regional and interregional consultation mechanisms on migration, of various kinds and under various labels |
en | RCPs | |
el | περιφερειακή συμβουλευτική διαδικασία | συναντήσεις μεταξύ Κρατών, Κοινωνίας των Πολιτών (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) και Διεθνών Οργανισμών, σε τοπικό επίπεδο, προκειμένου να συζητηθούν θέματα μετανάστευσης |
en | repatriated earning | |
el | επαναπατριζόμενο κέρδος | κέρδη από επιχειρηματικές δραστηριότητες στο εξωτερικό που επιστρέφουν στη χώρα προέλευσης των επενδύσεων ή του επιχειρηματία |
en | representative (for unaccompanied minor) | a person or an organisation appointed by the competent bodies in order to assist and represent an unaccompanied minor in procedures provided for in this Directive with a view to ensuring the best interests of the child and exercising legal capacity for the minor where necessary |
el | εκπρόσωπος(ασυνόδευτου ανήλικου) | ο προσωρινός ή οριστικός επίτροπος του ανηλίκου ή το πρόσωπο που ορίζεται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Ανηλίκων ή, όπου δεν υπάρχει Εισαγγελέας Ανηλίκων, από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών για την προάσπιση των συμφερόντων του ανηλίκου αυτού |
en | resettlement assistance | assistance provided to refugees in the form of legal and physical protection, including access to civil, political, economic, social and cultural rights similar to those enjoyed by nationals |
el | βοήθεια επανεγκατάστασης | η διαδικασία με την οποία, κατόπιν αιτήσεως της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες («UNHCR») βάσει της ανάγκης διεθνούς προστασίας ενός προσώπου, οι υπήκοοι τρίτων χωρών μεταφέρονται από μια τρίτη χώρα και εγκαθίστανται σε ένα κράτος μέλος όπου επιτρέπεται η διαμονή τους |
en | resettlement process | the selection and transfer of refugees from a State in which they have sought protection to a third State which has agreed to admit them – as refugees – with permanent residence status |
el | διαδικασία επανεγκατάστασης | |
en | resettlement programme | voluntary programmes by which Member States aim to provide international protection and a durable solution in their territories to refugees and displaced persons identified as eligible for resettlement by UNHCR, and which include actions that the Member States implement to assess the resettlement needs and transfer the persons concerned to their territories, with a view to granting them a secure legal status and to promoting their effective integration |
el | πρόγραμμα επανεγκατάστασης | πρόγραμμα που εξασφαλίζει την καλύτερη στόχευση των προσπαθειών επανεγκατάστασης στην ΕΕ, σε συνεχή και δυναμική βάση, προς τα πρόσωπα εκείνα που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη επανεγκατάστασης |
en | residence document | any authorisation issued by the authorities of a Member State authorising a third-country national to stay in its territory, including the documents substantiating the authorisation to remain in the territory under temporary protection arrangements or until the circumstances preventing a removal order from being carried out no longer apply, with the exception of visas and residence authorisations issued during the period required to determine the responsible Member State as established in this Regulation or during examination of an application for asylum or an application for a residence permit |
el | τίτλος διαμονής | άδεια εκδιδόμενη από τις αρχές κράτους μέλους που επιτρέπει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφός του, καθώς και όσα έγγραφα του επιτρέπουν να διαμένει στο κράτος αυτό δυνάμει συμφωνιών προσωρινής προστασίας ή μέχρις ότου αρθούν τα κωλύματα εκτέλεσης μέτρου απομάκρυνσης |
en | residence permit for long-term resident | a residence permit issued by the Member State concerned upon the acquisition of long-term resident status |
el | άδεια διαμονής επί μακρόν διαμένοντος | κάθε είδους πιστοποίηση που παρέχεται από τις ελληνικές αρχές κατά την ένταξη του πολίτη τρίτης χώρας στο καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος και με βάση την οποία επιτρέπεται σε αυτόν να διαμένει νόμιμα στην Ελληνική Επικράτεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου α της παρ. 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) με αρ.1030/2002 του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 «Για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους πολίτη ς τρίτων χωρών» (ΕΕ L 157/15.6.2002) |
en | return of third-country national | |
el | επιστροφή υπηκόου τρίτης χώρας | διαδικασία επανόδου πολίτη τρίτης χώρας είτε με οικειοθελή συμμόρφωση του προς υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά: α) στη χώρα καταγωγής του ή β) σε χώρα διέλευσης, σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις ή γ) σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία αποφασίζει εθελοντικά ναεπιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός |
en | rights-based approach | describing situations not in terms of human needs, or areas for development, but in terms of the obligation to respond to the rights of individuals. |
el | προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα | |
el | προσέγγιση βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων | |
en | risk of absconding | |
el | κίνδυνος διαφυγής | |
en | seasonal migrant worker | persons employed by a country other than their own for only part of a year because the work they perform depends on seasonal conditions |
el | εποχιακός μετανάστης εργαζόμενος | όσοι έχουν την ιθαγένεια ενός Συμβαλλόμενου Μέρους και απασχολούνται σε μισθωτή εργασία στο έδαφος άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σε δραστηριότητα που εξαρτάται από τον ρυθμό των εποχών, με βάση σύμβαση καθορισμένης διάρκειας ή για καθορισμένη εργασία |
el | εποχιακά εργαζόμενος μετανάστης | |
en | secondary migration | the voluntary movement of migrants or refugees within their receiving country away from the community which they originally resided |
el | δευτερεύουσα μετανάστευση | η μετακίνηση ενός μετανάστη εντός της χώρας φιλοξενίας, μακριά από την κοινότητα στην οποία διέμενε |
el | δευτερογενής ματανάστευση | |
en | secondary victimisation | the re-traumatization of the sexual assault, abuse or rape victim |
el | επακόλουθη θυματοποίηση | η θυματοποίηση που δεν είναι άμεσο αποτέλεσμα εγκληματικής πράξης αλλά της αντιμετόπισης του θύματος από ιδρύματα και μεμονομένα άτομα |
el | δευτερεύουσα θυματοποίηση | |
el | επιπλέον θυματοποίηση | |
el | δευτερογενής θυματοποίηση | |
en | short term migrant | a person who moves to a country other than that of their usual residence for a period of at least three months but less than a year (12 months) except in cases where the movement to that country is for purposes of recreation, holiday, visits to friends or relatives, business, medical treatment or religious pilgrimage |
el | προσωρινός/μικρής διάρκειας μετανάστης | |
en | Silk Routes Partnership for Migration | the basis for a possible significantly strengthened dialogue and cooperation on managing migration flows between countries along the Silk Route |
el | Εταιρική σχέση των Δρόμων του Μεταξιού για τη μετανάστευση | [η] βάση για ενδεχόμενη σημαντική ενίσχυση του διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ των χωρών του Δρόμου του Μεταξιού όσον αφορά τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών |
en | skilled migrant | a migrant worker who, because of his or her skills or acquired professional experience, is usually granted preferential treatment regarding admission to a host country (and is therefore subject to fewer restrictions regarding length of stay, change of employment and family reunification) |
el | ειδικευμένος μετανάστης | ο μετανάστης εργάτης ο οποίος, εξαιτίας των ικανοτήτων του, χρήζει προνομιακής αντιμετώπισης σχετικά με την παροχή άδειας εισόδου στη χώρα φιλοξενίας |
en | Söderköping Process | a pro-active initiative to promote dialogue on asylum and irregular migration issues among the countries situated along the future EU eastern border |
el | διαδικασία Söderköping | διασυνοριακή[ς] συνεργασία[ς] μεταξύ των Δυτικών Νέων Ανεξάρτητων Κρατών και της ΕΕ |
en | standard of proof | the threshold to be met by the applicant in persuading the adjudicator as to the truth of his or her assertions |
el | μέτρο της απόδειξης | o βαθμός ή το επίπεδο πειστικότητας των απαιτούμενων στοιχείων για μια συγκεκριμένη υπόθεση |
en | structural integration | the acquisition of rights and the access to position and status in the core institutions of the host society |
el | δομική ενσωμάτωση | λειτουργική ένταξη των μεταναστών στο νέο πολιτικό/νομικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο της χώρας υποδοχής με την αποδοχή του συνόλου των αρχών της πολιτικής και πολιτισμικής αναφοράς της χώρας υποδοχής |
en | student migration | the movement of students who study outside their country of birth or citizenship for a period of 12 months or more |
el | φοιτητική μετανάστευση | |
en | sweep operation | |
el | επιχείρηση σκούπα | |
en | temporary labour migration scheme | |
el | μοντέλο προσωρινής μετανάστευσης εργατικού δυναμικού | |
en | third-country national found to be illegally present | third-country nationals who are officially found to be on the territory of a Member State and who do not fulfil, or no longer fulfil, the conditions for stay or residence in that Member State |
el | υπήκοος τρίτης χώρας που διατελεί παρανόμως στην επικράτεια | οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαπιστώνεται επισήμως ότι βρίσκονται στην επικράτεια ενός κράτους μέλους και οι οποίοι δεν ικανοποιούν ή δεν ικανοποιούν πλέον τις προϋποθέσεις παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος |
en | traditional emigration country | traditional emigration countries are those whose populations tended to emigrate elsewhere throughout the second half of the 20th century |
el | παραδοσιακή χώρα αποστολής μεταναστών | |
en | traditional immigration country | traditional immigration countries are those that have had a relatively constant inflow of migrants throughout the second half of the 20th century |
el | παραδοσιακή χώρα υποδοχής µεταναστών | χώρες οι οποίες οφείλουν την συγκρότησή τους στην έλευση και εγκατάσταση στο έδαφός τους αλλοδαπών πληθυσµών |
en | transit zone | the path taken by either airborne or seaborne smugglers |
el | ζώνη διέλευσης | µια ειδική περιοχή στα αεροδρόµια και τα λιµάνια της χώρας για τους αλλοδαπούς επιβάτες που περιµένουν για να ταξιδέψουν από µία τρίτη χώρα σε µια άλλη µέσω Ελλάδας |
en | transmigration | the act of passing from one country to another; migration |
el | εσωτερική μετανάστευση | 1. Η αλλαγή του τόπου κατοικίας ή του τόπου διαμονής από άτομο ή ομάδα 2. (ειδικότ.) Η ομαδική έξοδος από τον τόπο διαμονής και η μετακίνηση σε ξένη χώρα για οριστική εγκατάσταση |
en | transnational family | families [where family members] live some or most of the time separated from each other, yet hold together and create something that can be seen as a feeling of collective welfare and unity, namely ‘familyhood’, even across national borders” |
el | διεθνική οικογένεια | οι οικογένειες που τον περισσότερο καιρό τα μέλη τους ζουν χωριστά το ένα από το άλλο, και όμως επιμένουν στους δεσμούς τους δημιουργώντας κάτι που μπορεί να θεωρηθεί ως αίσθημα συλλογικού καλού και ενότητας, δηλαδή οικογενειακότητας, έστω και πέρα από εθνικά σύνορα |
en | transnational movement | |
el | διεθνική μετακίνηση | |
en | transnationalism | a process whereby people establish and maintain socio-cultural connections across geopolitical borders |
el | διεθνικότητα | οι διαδικασίες μέσω των οποίων οι μετανάστες δημιουργούν δίκτυα και διατηρούν πολλαπλές κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες συνδέουν μεταξύ τους τις κοινωνίες προέλευσης και τις κοινωνίες προορισμού |
en | undocumented work | undeclared and non documented economic remunerated activities, which can be carried out by nationals and non nationals |
el | αδήλωτη εργασία | όλες οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς τη φύση τους αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές, λαμβανομένων υπόψη βεβαίως των διαφορετικών κανονιστικών ρυθμίσεων που εφαρμόζονται στα διάφορα κράτη μέλη |
en | Visa Liberalisation Action Plan | a European Commission draft action plan providing a detailed account of the conditions to be met by a certain country before the possible establishment of a visa-free travel regime between the European Union and this country, with a view to the visa dialogue entering a fully operational phase as soon as appropriate |
en | VLAP | |
el | Σχέδιο Δράσης για την Ελευθέρωση του Καθεστώτος Θεωρήσεων | καθορίζει σαφώς όλες τις τεχνικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί [μια χώρα] πριν από την ενδεχόμενη θέσπιση ενός καθεστώτος ταξιδιών προς την ΕΕ απαλλαγμένου από την υποχρέωση θεώρησης |
el | ΣΔΕΚΘ | |
en | voluntary re-establishment in country of origin | the situation in which a refugee returns to his or her country of origin |
el | οικειοθελής επανεγκατάσταση στη χώρα καταγωγής | [η] περίπτωση κατά την οποία ένας πρόσφυγας επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του |
en | withdrawal of international protection | the decision by a competent authority to revoke, end or refuse to renew the refugee or subsidiary protection status of a person in accordance with Directive 2011/95/EU |
el | ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας | η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει, να τερματίσει ή να αρνηθεί να ανανεώσει το καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ· |
en | member state responsible | the Member State which has entered the data in the VIS |
el | υπεύθυνο κράτος μέλος | το κράτος μέλος που εισήγαγε τα δεδομένα στο VIS |
en | group member | other applicants with whom the applicant is travelling together, including the spouse and the children accompanying the applicant |
el | μέλος της ομάδας | οι λοιποί αιτούντες με τους οποίους ο αιτών ταξιδεύει, συμπεριλαμβανομένου/ης του/της συζύγου και των τέκνων που συνοδεύουν τον αιτούντα |
en | stowaway | a person who is secreted on a ship, or in cargo which is subsequently loaded on the ship, without the consent of the shipowner or the master or any other responsible person and who is detected on board the ship after it has departed from a port, or in the cargo while unloading it in the port of arrival, and is reported as a stowaway by the master to the appropriate authorities |
el | λαθρεπιβάτης | ένα άτομο που κρύβεται, χωρίς την συγκατάθεση του πλοιοκτήτη ή του πλοιάρχου ή άλ- λου υπευθύνου ατόμου, σε πλοίο ή σε φορτίο που φορτώνεται μεταγενέστερα στο πλοίο, ανακαλύπτεται πάνω στο πλοίο μετά την αναχώρησή του από το λιμάνι ή μέσα στο φορτίο ενώ γίνεται η εκφόρτωσή του στο λιμάνι προορισμού και αναφέρεται σαν λαθρεπιβάτης από τον πλοίαρχο στις αρμόδιες αρχές |
en | reception facility | |
el | δομή υποδοχής | |
en | deportation order | an official document stating that someone must be made to leave a country |
el | διαταγή απέλασης | διοικητική πράξη και εκδίδεται αφού οριστικοποιηθεί η απόφαση απέλασης και πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την εφαρµογή της. |
en | push-back | the forced return of migrants’ vessels to unsafe countries |
el | άτυπη αναγκαστική επιστροφή | |
en | tacit withdrawal | |
el | σιωπηρή ανάκληση | |
en | forced pregnancy | the unlawful confinement of a woman forcibly made pregnant, with the intent of affecting the ethnic composition of any population or carrying out other grave violations of international law |
el | καταναγκαστική εγκυμοσύνη | |
el | εξαναγκαστική εγκυμοσύνη | |
el | ακούσια εγκυμοσύνη | |
el | αναγκαστική εγκυμοσύνη | |
en | arbitrary removal | |
el | αυθαίρετη επαναπροώθηση | |
en | first instance interview | the early identification of ‘vulnerable’ asylum seekers |
el | συνέντευξη πρώτου βαθμού | |
en | unsafe migration | |
el | ανασφαλής μετανάστευση | |
en | assisted migration | |
el | υποβοηθούμενη μετανάστευση | |
en | hidden population | groups of people who do not wish to be found or contacted |
el | κρυφός πληθυσμός | |
en | emergency resettlement | |
el | επείγουσα επανεγκατάσταση | |
en | voluntary re-acquisition of nationality | the situation in which a refugee who has lost the nationality of his or her country of origin, voluntarily seeks and receives again the nationality of that State |
el | οικειοθελής ανάκτηση ιθαγένειας | [η] περίπτωση κατά την οποία ένας πρόσφυγας που έχει απολέσει την ιθαγένεια της χώρας καταγωγής του ζητεί οικειοθελώς και επιτυγχάνει να του χορηγηθεί ξανά η ιθαγένεια του κράτους αυτού, οπότε και παύει να είναι πρόσφυγας |
en | humanitarian visa | the issuing of visas on humanitarian grounds, as well as because of international obligations, unless otherwise stated |
el | ανθρωπιστική βίζα | |
el | βίζα για ανθρωπιστικό λόγο | |
en | chain refoulement | indirect removal of a refugee from one county to a third country which subsequently will send the refugee onward to the place of feared persecution |
en | indirect refoulment | expelling a migrant to a second State where he or she would face expulsion to a third State and subsequent human rights violations |
el | αλυσιδωτή επαναπροωθήση | |
el | έμμεση επαναπροώθηση | |
en | gender-specific persecution | forms of serious harm which are specific to women |
en | gender-related persecution | the experiences of women who are persecuted because they are women, that is, because of their identity and status as women |
el | δίωξη που σχετίζεται με το φύλο | |
en | gender based persecution | |
el | δίωξη µε βάση το φύλο | |
en | honour killing | a practice whereby male members kill a female relative who is perceived as having damaged family honour |
el | δολοφονία τιμής | |
en | large-scale influx | an exceptional situation in which rapid arrival of large numbers of asylum-seekers may overwhelm the States capacity |
en | massive influx | |
el | μαζική εισροή | άφιξη στην Κοινότητα σηµαντικού αριθµού εκτοπισθέντων, οι οποίοι προέρχονται από καθορισµένη χώρα ή γεωγραφική ζώνη, ανεξαρτήτως του εάν η άφιξή τους στην Κοινότητα υπήρξε αυθόρµητη ή υποβοηθούµενη, για παράδειγµα µέσω προγράµµατος εκκένωσης |
el | μαζική άφιξη |